Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κάρᾱ

  • 1 кора

    [καρά] ουσ. θ. φλοιός

    Русско-греческий новый словарь > кора

  • 2 кора

    [καρά] ουσ θ φλοιός

    Русско-эллинский словарь > кора

  • 3 Anvil

    subs.
    V. ἄκμων, ὁ (Soph., frag.).
    As with a blow upon an anvil, swinging his club above his head, he brought it down upon the child's flaxen head: V. μυδρόκτυπον μίμημʼ ὑπὲρ κάρα βαλών ξύλον καθῆκε παιδὸς ἐς ξανθὸν κάρα (Soph., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anvil

  • 4 Behead

    v. trans.
    P. ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν (τινος), V. καρατομεῖν, αὐχενίζειν, καρα τέμνειν (τινός), κρᾶτα τέμνειν (τινός), καρα θερίζειν (τινος).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Behead

  • 5 Decapitate

    v. trans.
    P. ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν (τινός), V. καρατομεῖν, αὐχενίζειν, κρα τέμνειν (τινός), κρᾶτα τέμνειν (τινός), κρα θερίζειν (τινός).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decapitate

  • 6 полотно

    1. текст. το πανί, το καρα-βόπανο 2. тех. το φύλλο
    абразивное - από σμυρίδα, το σμυριδόπανο
    дверное - см. полотнище (в 1 знач.)
    3. (дорожное) το οδόστρωμα
    железнодорожное - η σιδηροδρομική γραμμή, οι στρωμένες ράγες του σιδηροδρόμου
    4. (пилы, ножа) η λάμα, η λεπίδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полотно

  • 7 брезент

    брезент
    м τό χονδρόπανο[ν], τό καρα-βόπανο.

    Русско-новогреческий словарь > брезент

  • 8 парус

    парус
    м τό ἰστίον, τό πανί, τό καρα-βόπανο:
    идти под \парусами ἰστιοδρομῶ, πλέω μέ τά πανιἀ· поднимать \паруса σηκώνω (или ἀπλώνω) τά πανιά· спускать \паруса συστέλλω τά ίστία, μαϊνάρω τά πανιά· ◊ на всех \паруса́х разг ὁλοταχώς, κατεσπευσμένως [-α].

    Русско-новогреческий словарь > парус

  • 9 суровый

    суров||ый I
    прил
    1. (твердый, непреклонный) αὐστηρός:
    \суровыйое лицо́ τό αὐστηρό πρόσωπο· \суровый тон τό αὐστηρό ὕφος· \суровый приговор ἡ αὐστηρή καταδίκη· \суровыйая дисциплина ἡ αὐστηρή πειθαρχία·
    2. (тяжелый, полный трудностей) τραχύς, βαρύς:
    \суровыйая жизнь ἡ τραχεία (или ἡ βαρειά) ζωή· \суровыйая борьба ὁ τραχύς ἀγώνας·
    3. (о климате, крае и т. п.) τραχύς, δριμύς.
    суров||ый II
    прил (небеленый) χοντρο-φτιαγμένος, ἀλεύκαστος:
    \суровыйое полотно́ τό χοντρόπανο· \суровыйая парусина τό καρα-βόπανο· \суровыйые нитки τό χοντροφτιαγμένο νήμα.

    Русско-новогреческий словарь > суровый

  • 10 гужевой

    επ.
    1. της λαιμαριάς•

    гужевой ремень το λουοί της λαιμαριάς.

    2. της έλξης•

    -ые перевозки μεταφορές με μέσα έλξης (έλκηθρα, κάρα).

    Большой русско-греческий словарь > гужевой

  • 11 избить

    изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δέρνω,, χτυπώ•

    избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.

    2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•

    ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.

    3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•

    -ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.

    1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•

    падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.

    2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > избить

  • 12 нарядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ντύνω με πολυτέλεια• στολίζω λουσάρω•

    нарядить невесту στολίζω τη νύφη.

    2. ντύνω, μεταμφιέζω•

    нарядить ребят зверями, птицами ντύνω τα παιδιά σαν θηρία, σαν πουλιά•

    нарядить колдуном ντύνω σαν μάγο.

    ντύνομαι, στολίζομαι κλπ. ρ.μ. как на бал ντύνομαι σαν να πάω στο χορό•

    -клоуном ντύνομαι παλιάτσος•

    она любит -αυτής της αρέσει να στολίζεται.

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. διατάζω•

    нарядить следствие о пожаре διατάζω ανάκριση για την πυρκαγιά.

    || καθορίζω εργασία, εργοδοτώ. || (στρατ.) καθορίζω, βγάζω υπηρεσία•

    нарядить караул βγάζω φρουρά.

    || στέλλω•

    -подводы за товаром στέλλω κάρα για εμπόρευμα.

    2. παλ. συγκροτώ, ιδρύω.

    Большой русско-греческий словарь > нарядить

  • 13 Bow

    v. trans.
    Ar. and P. κατακάμπτειν, Ar. and V. κάμπτειν.
    Incline in any direction: P. and V. κλνειν.
    Crush: P. and V. πιέζειν, V. γνάμπτειν.
    Humble: P. and V., καθαιρεῖν, συστέλλειν.
    Bow the head: V. νεύειν καρα.
    I am bowed down with woe: V. συνέσταλμαι κακοῖς (Eur., H.F. 1417).
    Bow the knee: V. κάμπτειν γόνυ, or κάμπτειν alone.
    V. intrans.
    Bend: P. and V. κάμπτεστθαι.
    Incline: P. and V. κλνεσθαι.
    Bend forward: Ar. and P. κύπτειν, Ar. προκύπτειν.
    Make obeisance: P. and V. προσκυνεῖν, V. προσπίπτειν, προσπίτνειν.
    Bow to: met., P. and V. ποπτήσσειν (acc.).
    Yield to: P. and V. εἴκειν (dat.), πείκειν (dat.).
    Bowing ( to fate) since they thought that all was on the way to being lost: P. ὑποκατακλινόμενοι ἐπειδὴ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον (Dem. 127).
    Since I hear you say so, I bow ( to your decision): P. ἐπειδὴ σοῦ ἀκούω ταῦτα λέγοντος κάμπτομαι (Plat., Prot. 320B).
    ——————
    subs.
    Obeisance: P. προσκύνησις, ἡ.
    ——————
    subs.
    Circular shape: P. and V. κύκλος, ὁ.
    Loop: P. and V. ἀγκλη, ἡ (Xen.).
    Weapon: P. and V. τόξον, τό.
    Of a bow, adj.: P. and V. τοξικός, V. τοξήρης.
    Armed with the bow, adj.: V. τοξοτευχής, Ar. τοξοφόρος.
    Conquering with the bow, adj.: V. τοξόδαμνος.
    Shoot with the bow, v. trans. or intrans.: P. and V. τοξεύειν; v. trans., Ar. and P. κατατοξεύειν.
    Have two strings to one's bow: see under String.
    Rainbow: P. Ἶρις, ἡ (Plat., Rep. 616B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bow

  • 14 Crane forward

    v. trans.
    V. προβάλλειν. V. intrans. Ar. προκύπτειν, P. προνεύειν.
    Craning his head from the horsed chariot: V. κάρα προβάλλων ἱππικῶν ὀχημάτων (Soph., El. 740).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crane forward

  • 15 Curse

    v. trans.
    Ar. and P. καταρᾶσθαι (dat.), P. and V. ἐπαρᾶσθαι (dat.), κατεύχεσθαι (absol. or gen.) (Plat., Rep. 393A), ρὰς ρᾶσθαι (dat.), V. ρᾶσθαι (dat.), ρὰς ἐξανιέναι (dat.), κακὰς πράξεις ἐφυμνεῖν (dat.) (Soph., Ant. 1304), ἐπεύχεσθαι (absol.).
    Be cursed with: met., P. and V. νοσεῖν (dat.).
    Cursed with barrenness ( of land): V. κάρπως ἐφθαρμένος (Soph., O.R. 254).
    ——————
    subs.
    Imprecation: P. and V. ρά, ἡ, V. κατεύγματα, τά.
    Concretely, of a person: P. and V. λάστωρ, ὁ (Dem.), V. Ἐρινς, ἡ, μιάστωρ, ὁ, Ar. and P. λιτήριος (adj.) (Dem. 280).
    Pollution: P. and V. γος, τό (Thuc.), μίασμα, τό; see Pollution.
    Ruin: V. τη, ἡ.
    Under a curse: use adj., V. ραῖος, P. and V. κατρατος, P. ἐναγής, Ar. and P. λιτήριος.
    Lay under a curse, v.: P. ἐπάρατον ποιεῖσθαι (acc.), V. ραῖον λαμβνειν (acc.).
    Under the curse of the goddess: Ar. and P. λιτήριος τῆς θεοῦ.
    One under a curse, subs.: P. and V. λάστωρ, ὁ.
    Bringing a curse on: V. ραῖος (dat.) (also Plat. but rare P.).
    A curse on you: Ar. and V. φθείρου, ἔρρε, περρε, Ar. οἴμωζε, V. ὄλοιο, οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐκ εἰς φθόρον.
    These ( children), alas! bring a curse upon your head: V. οἵδʼ εἰσὶν, οἴμοι, σῷ κάρᾳ μιάστορες (Eur., Med. 1371).
    I say that Zeus was never your father, curse as you are to many both barbarians and Greeks: V. οὐ γάρ ποτʼ αὐχῶ Ζῆνά γʼ ἐκφῦσαι σʼ ἐγώ πολλοῖσι κῆρα βαρβάροις Ἕλλησί τε (Eur., Tro. 765).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Curse

  • 16 Gaping

    adj.
    I shall put upon my head the gaping jaws of a beast: V. χάσμα θηρὸς ἀμφʼ ἐμῷ θήσω κάρᾳ (Eur., Rhes. 209).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gaping

  • 17 Hair

    subs.
    Single hair: P. and V. θρίξ, ἡ.
    Collectively, hair of the head: P. and V. θρίξ, ἡ, or pl., κόμη, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἔθειρα, ἡ, or pl., χαίτη, ἡ, τρχωμα, τό; see also Beard.
    Hair of animals, mane: P. and V. χαίτη, ἡ (Xen. also Ar.), V. ἔθειρα, ἡ.
    Made of hair, adj.: P. τρίχινος.
    Let the hair grow, v.: Ar. and P. κομᾶν.
    With long hair, adj.: Ar. and P. κομήτης.
    Having his hair just streaked with white: V. χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα (Soph., O.R. 742).
    Down, subs.: see Down.
    Lock of hair: see Lock.
    Split hairs, v.: P. and V. λεπτουργεῖν, Ar. στενολεσχεῖν, λεπτολογεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hair

  • 18 Hang

    v. trans.
    P. and V. κρεμαννύναι.
    Make fast on anything: P. and V. ἀρτᾶν.
    Strangle: Ar. and P. ἄγχειν.
    Kill by strangling the neck: V. παρτᾶν δέρην, ἀρτᾶν δέρην.
    Hang fire (met., delay): P. and V. μέλλειν.
    Hang the head: Ar. and P. κύπτειν (absol.), V. νεύειν κάρα.
    Be hung up: P. ἀναρτᾶσθαι.
    Be hanged: V. κρεμασθῆναι ( 1st aor. pass. of κρεμαννύναι.
    Go and hang yourself, interj.: Ar. φθείρου ἐς κόρακας.
    Those who made laws I would have go and hang themselves: V. οἳ δὲ τοὺς νόμους ἔθεντο... κλάειν ἄνωγα (Eur., Cycl. 338).
    Hang up, let alone, v. trans.: P. and V. ἐᾶν.
    Defer: P. and V. ναβάλλεσθαι.
    V. intrans. P. and V. κρέμασθαι, αἰωρεῖσθαι, ἀρτᾶσθαι.
    Be fastened: P. and V. ἀρτᾶσθαι, ἐξαρτᾶσθαι.
    My weapons hanging to my side will speak thus: V. (ὅπλα) πλευρὰ τἀμὰ προσπίτνοντʼ ἐρεῖ τάδε (Eur., H.F. 1379).
    Hang over, threaten: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.); see Overhang.
    Hang upon, cling to: P. and V. ἐκκρεμάννυσθαι (gen.), V. ἐκκρήμνασθαι (gen.), ἐξηρτῆσθαι (perf. pass. ἐξαρτᾶν) (gen.); see cling; met., depend on: P. and V. ἐξαρτᾶσθαι (gen., or ἐκ, gen.), P. ἀναρτᾶσθαι (ἐκ, gen.), ἀρτᾶσθαι (ἐκ, gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hang

  • 19 Head

    subs.
    P. and V. κεφαλή, ἡ, V. κορυφή. ἡ (Eur., Or. 6; also Xen. but rare P.), κρα, τό, acc. also κρᾶτα, τόν, gen. κρατός, τοῦ, dat. Ar. and V. κρατί, τῷ.
    Over head, adv.: P. and V. νω, νωθεν.
    With two heads, adj.: V. ἀμφίκρανος.
    With three heads: V. τρίκρανος, Ar. τρικέφαλος.
    With a hundred heads: V. ἑκατογκρανος, Ar. ἑκατογκέφαλος.
    With many heads: P. πολυκέφαλος.
    Nod the head ( in assent), v.: P. and V. ἐπινεύειν.
    Shake the head ( in refusal): Ar. and P. νανεύειν.
    Throw back the head: P. and V. νακύπτειν (Eur., Cycl. 212).
    On my head let the interference fall: Ar. πολυπραγμοσύνη νυν εἰς κεφαλὴν τρέποιτʼ ἐμοί (Ach. 833).
    Why do you say things that I trust heaven will make recoil on the heads of you and yours? P. τί λέγεις ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κεφαλήν; (Dem. 322).
    Bringing curse on a person's head, adj.: V. ραῖος (dat. of person) (also Plat. but rare P.).
    Put a price on a person's head: P. χρήματα ἐπικηρύσσειν (dat. of person).
    They put price on their heads: P. ἐπανεῖπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι (Thuc. 6, 60).
    He put a price upon his head: V. χρυσὸν εἶφʼ ὃς ἂν κτάνῃ (Eur., El. 33).
    Mind, brain, subs.: P. and V. νοῦς, ὁ. Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).
    Do whatever comes into one's head: P. διαπράσσεσθαι ὅτι ἂν ἐπέλθῃ τινί (Dem. 1050).
    Turn a person's head: P. and V. ἐξιστναι (τινά).
    Head of a arrow, subs.: V. γλωχς, ἡ.
    Head ( of a plant): Ar. κεφαλή, ἡ, κεφλαιον, τό.
    Head of a spear: P. and V. λογχή. ἡ (Plat.).
    Headland: headland.
    Projecting point of anything: P. τὸ πρόεχον.
    Bring to a head, v. trans.: V. καρανοῦν; see Accomplish.
    Come to a head, v. intrans.: of a sore, P. ἐξανθεῖν; met., P. and V. ἐξανθεῖν, V. ἐκζεῖν, ἐπιζεῖν, P. ἀκμάζειν.
    Ignorance of the trouble gathering and coming to a head: P. ἄγνοια τοῦ συνισταμένου καὶ φυομένου κακοῦ (Dem. 245).
    Heads of a discourse. etc., subs.: P. κεφάλαια, τά.
    Source, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ; see Origin.
    Chief place: P. and V. ἀρχή, ἡ. P. ἡγεμονία, ἡ.
    Head ( concretely), leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ or ἡ; see also Chief.
    At the head of, in front of, prep.: P. and V. πρό (gen.).
    Superintending: P. and V. ἐπ (dat.).
    Put at the head of, v.: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Be at the head of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.), προστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προΐστασθαι (gen.).
    Those at the head of affairs: P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι.
    ——————
    adj.
    Principal: P. and V. πρῶτος.
    Supreme: P. and V. κύριος.
    Head ( wind): P. and V. ἐναντίος; see Contrary.
    ——————
    v. trans.
    Be leader of: P. ἡγεῖσθαι (dat. of person, gen. of thing), Ar. and P. προΐστασθαι (gen. of person).
    Lead the way: P. and V. ἡγεῖσθαι (dat.).
    Start, begin: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Head

  • 20 Incline

    v. trans.
    P. and V. κλνειν, Ar. and V. κάμπτειν (pass. used in P.).
    Incline the head: V. νεύειν κρα.
    Think of something else in the way of weighty words to incline the scale your way: Ar. ἕτερον αὖ ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅτι σοι καθέλξει (Ran. 1397).
    Dispose ( favourably or otherwise): P. διατιθέναι.
    V. intrans. P. and V. κλνεσθαι, ῥέπειν.
    Inclining as in a balance to the side of profit: P. ὥσπερ ἂν εἰ ἐν τρυτάνῃ ῥέπων ἐπὶ τὸ λῆμμα (Dem. 325).
    Tend: P. and V. τείνειν, φέρειν; see Tend.
    Of disposition, incline towards: P. ἀποκλίνειν πρός (acc.), or εἰς (acc.); see under Inclined.
    Be inclined ( favourably or otherwise): P. διακεῖσθαι, P. and V. ἔχειν.
    Till this day heaven is favourably inclined: V. ἐς τόδʼ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός (Æsch., Theb. 21).
    Be inclined to, be naturally disposed to: P. and V. φεσθαι (infin.).
    Be willing to: P. and V. βούλεσθαι (infin.).
    Mean to: Ar. and P. διανοεῖσθαι (infin.).
    Be accustomed to (of persons or things): P. and V. φιλεῖν (infin.).
    They were less inclined to come to terms with the Athenians: P. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἧσσον εἶχον τὴν γνώμην ὥστε συμβαίνειν (Thuc. 3, 25).
    ——————
    subs.
    Declivity: V. κλιτύς, ἡ.
    Hill: P. and V. λόφος, ὁ; see Slope.
    On an incline, sloping: use adj., P. ἐπικλινής; see Sloping.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Incline

См. также в других словарях:

  • κάρᾳ — κάρᾱͅ , κάρα head fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κάραι , κάρα head fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • κάρα — κάρ neut nom/voc/acc pl κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc pl (epic) κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc sg (epic) κάρᾱ , κάρα head fem acc dual κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc/acc dual (ionic) κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc sg (attic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρα- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, από τουρκ. επίθ. kara «μαύρος». Λειτουργεί άλλοτε ως προσδριορισμός επίθ. τού β συνθετικού με τη σημ. «μαύρος» (πρβλ. καρά γιαλης, καρα μπογιά) και άλλοτε ως επιτατικό (πρβλ. καρά βλαχος, καρά γυφτος) …   Dictionary of Greek

  • κάρα — η κεφαλή, κρανίο άγιου λειψάνου: Αυτή είναι η κάρα του αγίου Γεράσιμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καρά, Κάρλο Ντολμάτσο — (Carlo Dolmazzo Carra, Κουαρνιέντο, Αλεσάντρια 1881 – Μιλάνο 1966). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στην ακαδημία Μπρέρα στο Μιλάνο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως διακοσμητής για βιοπορισμό. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο… …   Dictionary of Greek

  • Κᾶρα — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… …   Dictionary of Greek

  • Καρά Μουσταφάς — (1620; – 1683). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολέμησε με επιτυχία στις εκστρατείες των Τούρκων στην Κρήτη, στην Πολωνία και στη Ρωσία. Το 1683 ανέλαβε την εκστρατεία εναντίον της Αυστρίας και πολιόρκησε τη Βιέννη. Όμως,… …   Dictionary of Greek

  • Καρά-Μπογκάζ-Γκολ — (Kara Bogaz Gol). Κόλπος στις ανατολικές ακτές της Κασπίας θάλασσας, στο Τουρκμενιστάν. Χωρίζεται από την επιφάνεια της Κασπίας με δύο χαμηλές αμμώδεις ακτές που σχηματίζουν ανάμεσά τους έναν στενό πορθμό. Τα νερά του έχουν θερμοκρασία 35°C το… …   Dictionary of Greek

  • Καρά-Νταγκ — (Kara Dag). Ονομασία (στα τουρκικά σημαίνει Μαύρο Βουνό) βουνών σε διάφορες περιοχές. 1. Ορεινός όγκος (577 μ.) στην Κριμαία της Ουκρανίας, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αποτελείται από οροσειρές και κορυφές με πρωτότυπα σχήματα, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»