-
21 Poise
subs.Way of carrying: P. φορά, ἡ.——————v. trans.Weigh: Ar. and P. ἱστάναι.Swing: P. αἰωρεῖν.Be poised: P. and V. αἰωρεῖσθαι.Bearing this pitcher poised on my head I go in search of water from the stream: V. τόδʼ ἄγγος τῷδʼ ἐφεδρεῦον κάρᾳ φέρουσα πηγὰς ποταμίας μετέρχομαι (Eur., El. 55).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Poise
-
22 Sink
v. trans.Dig: P. and V. ὀρύσσειν, σκάπτειν.V. intrans.Subside, settle down: P. ἱζάνειν.Incline downwards: P. and V. ῥέπειν.Fail in strength: V. προλείπειν; see Fail.Already she is sinking and like to die: V. ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ (Eur., Alc. 143).His head sinks back: V. ὑπτιάζεται κάρα (Soph., Phil. 822).I sink backwards into the arms of my maidens and swoon away: V. ὑπτία δε κλίνομαι... πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι (Soph., Ant. 1188).She sinks back with trembling limbs: V. λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα (Eur., Med. 1168).Of ground dipping: see under Dip.Deteriorate: P. ἀποκλίνειν, ἐκπίπτειν; see Degenerate.Sink into inaction: P. ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀποκλίνειν (Dem. 13).Be sunk in love: V. ἐντήκεσθαι τῷ φιλεῖν (Soph. Trach. 463); see absorbed in.Be sunk in ignorance P. ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι (Plat., Rep. 535E).Sink into, be instilled into, met.: P. καταδύεσθαι εἰς (acc.), V. ἐντήκεσθαι (dat.).Sink into insignificance: P. ἐν οὐδενὶ λόγῳ εἶναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sink
-
23 Sisterhood
subs.O Ismene joined to me in sisterhood: V. ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα (Soph., Ant. 1).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sisterhood
-
24 Sprig
subs.Plucking sprigs of tender myrtle for his head: V. δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους (Eur., El. 778).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sprig
-
25 Stone
subs.P. and V. λίθος, ὁ, V. πέτρος, ὁ (rare P.).Hurling upon his head a stone that would fill a waggon: V. λᾶαν ἐμβαλὼν κάρᾳ ἁμαξοπληθῆ (Eur., Phoen. 1157).Stone for throwing: also V. χερμάς, ἡ;Round stone for rolling on to an enemy: P. ὀλοίτροχος, ὁ (Xen.).Stone for building: P. and V. λίθος, ὁ.Collect stones for building, v.: P. λιθοφορεῖν.Whetstone: see Whetstone.Leave no stone unturned: V. πάντα κινῆσαι πέτρον (Eur., Heracl. 1002), P. use πᾶν ποιεῖν (Plat., Ap. 39A).Stone of fruit: P. πυρήν, ὁ (Hdt.).Memorial stone: Ar. and P. στήλη, ἡ.Suffer from stone ( in medical sense), v.: P. λιθιᾶν.——————adj.Roofed with stone: V. πετρηρεφής.Paved with stone: V. λιθόστρωτος.——————v. trans.Be stoned also: V. πετροῦσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stone
-
26 Streak
v. trans.Variegate: P. and V. ποικίλλειν, P. διαποικίλλειν.Having his hair just streaked with white: V. χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα (Soph., O.R. 742).——————subs.Variegation: P. and V. ποίκιλμα, τό.Beam of light: V. βολή, ἡ; see Beam.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Streak
-
27 Throw
v. trans.P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. ἱέναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.Trip up: P. ὑποσκελίζειν.Throw the javelin: P. and V. ἀκοντίζειν.Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).Lose wilfully: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετά (gen.).Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, ἐκβάλλειν.Throw off the yoke of: use P. and V. ἀφίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἀποβάλλειν; see cast out.Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ἀποχειροτονεῖν.met., betray: P. and V. προδιδόναι.Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.As a defence: P. προσπεριβάλλειν.Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Throw upon: see throw on, throw down upon.Throw oneself upon: attack.——————subs.P. ῥῖψις, ἡ.Range: P. and V. βολή, ἡ.Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).In wrestling: P. and V. πάλαισμα, τό.If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάρᾳ — κάρᾱͅ , κάρα head fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κάραι , κάρα head fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
κάρα — κάρ neut nom/voc/acc pl κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc pl (epic) κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc sg (epic) κάρᾱ , κάρα head fem acc dual κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc/acc dual (ionic) κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc sg (attic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρα- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, από τουρκ. επίθ. kara «μαύρος». Λειτουργεί άλλοτε ως προσδριορισμός επίθ. τού β συνθετικού με τη σημ. «μαύρος» (πρβλ. καρά γιαλης, καρα μπογιά) και άλλοτε ως επιτατικό (πρβλ. καρά βλαχος, καρά γυφτος) … Dictionary of Greek
κάρα — η κεφαλή, κρανίο άγιου λειψάνου: Αυτή είναι η κάρα του αγίου Γεράσιμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καρά, Κάρλο Ντολμάτσο — (Carlo Dolmazzo Carra, Κουαρνιέντο, Αλεσάντρια 1881 – Μιλάνο 1966). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στην ακαδημία Μπρέρα στο Μιλάνο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως διακοσμητής για βιοπορισμό. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο… … Dictionary of Greek
Κᾶρα — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… … Dictionary of Greek
Καρά Μουσταφάς — (1620; – 1683). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολέμησε με επιτυχία στις εκστρατείες των Τούρκων στην Κρήτη, στην Πολωνία και στη Ρωσία. Το 1683 ανέλαβε την εκστρατεία εναντίον της Αυστρίας και πολιόρκησε τη Βιέννη. Όμως,… … Dictionary of Greek
Καρά-Μπογκάζ-Γκολ — (Kara Bogaz Gol). Κόλπος στις ανατολικές ακτές της Κασπίας θάλασσας, στο Τουρκμενιστάν. Χωρίζεται από την επιφάνεια της Κασπίας με δύο χαμηλές αμμώδεις ακτές που σχηματίζουν ανάμεσά τους έναν στενό πορθμό. Τα νερά του έχουν θερμοκρασία 35°C το… … Dictionary of Greek
Καρά-Νταγκ — (Kara Dag). Ονομασία (στα τουρκικά σημαίνει Μαύρο Βουνό) βουνών σε διάφορες περιοχές. 1. Ορεινός όγκος (577 μ.) στην Κριμαία της Ουκρανίας, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αποτελείται από οροσειρές και κορυφές με πρωτότυπα σχήματα, που… … Dictionary of Greek