-
1 κρίση
[криси] ουσ. Θ. обсуждение, критика, способность суждения,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρίση
-
2 кризис
-а α.1. κρίση•экономический οικονομική κρίση•
общий кризис капитализма γενική κρίση του καπιταλισμού.
2. μεταίχμιο κατάστασης ασθενούς, κρίσιμη κατάσταση.3. έλλειψη, ανεπάρκεια•топливный кризис κρίση καυσίμων.
εκφρ.политический кризис – πολιτική κρίση•правительственный кризис – κυβερνητική κρίση•министерский кризис – υπουργική (κυβερνητική) κρίση. -
3 кризис
кризис м в рази. знач. η κρίση· экономический \кризис η οικονομική κρίση* * *м в разн. знач.η κρίσηэкономи́ческий кри́зис — η οικονομική κρίση
-
4 усмотрение
-я ουδ.1. εξέταση, μελέτη•усмотрение действовать по -ю ενεργώ κατόπιν εξέτασης ή κατά βούληση,
2. κρίση, γνώμη•оставляю это на ваше усмотрение αφήνω αυτό στην κρίση σας•
по своему -ю κατά την κρίση μου•
по личному -ю κατά την προσωπική μου κρίση.
-
5 припадок
-дка α. παροξυσμός, κρίση•истерический припадок υστερική κρίση•
припадок нервный νευρική κρίση.
|| έξαψη•припадок гнева έξαψη οργής.
-
6 суд
-а α.1. κρίση, γνώμη• εκτίμηση•суд общества η γνώμη της κοινωνίας•
суд истории η κρίση της ιστορίας•
на суд твой себя отдаю επαφίεμαι στην κρίση σου.
2. δ ι καστήρ ιο•гражданский суд πολιτικό δικαστήριο•
военный -το στρατοδικείο•
уголовный суд ή суд с присяжными заседателями το κακουργοδικείο•
верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•
предстать перед -ом οδηγούμαι μπροστά στο δικαστήριο•
он оправдан по суду αυτός αθωώθηκε απο. το δικαστήριο•
вызвать в-у εγκαλώ στο δικαστήριο•
подавать в -у παραδίδω στο δικαστήριο• διώκω δικαστικώς•
попасть под суд πέφτω στο δικαστήριο),διώκομαι δικαστικώς•
товарищеский суд συντροφικό δικαστήριο•
суд чести δικαστήριο τιμής.
|| αθρσ. οι δικαστές. || το δικαστικό ίδρυμα.εκφρ.божий суд – η θεία δίκη•суд линца – λίντσιος νόμος•-ы и пересуды; -ы да пересуды – διαβούλια•в день -а – τη μέρα της (θεϊκής) κρίσης παλ. • пока суд да дело παρ έλκυση της υπόθεσης (ώσπου να βγει η απόφαση, θα περάσει πολύς καιρός). -
7 высказывание
-
8 жилищный
жилищный της κατοικίας \жилищныйое строительство η οικοδόμηση κατοικιών \жилищныйые условия οι συνθήκες κατοικίας \жилищный кризис η κρίση κατοικίας* * *жили́щное строи́тельство — η οικοδόμηση κατοικιών
жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας
жили́щный кри́зис — η κρίση κατοικίας
-
9 отзыв
отзыв м 1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση (оценка)· положительный \отзыв η έγκριση 2) (пароль ) το σύνθημα* * *м1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση ( оценка)положи́тельный о́тзыв — η έγκριση
2) ( пароль) το σύνθημα -
10 перелом
перелом м 1) (кости) το σπάσιμο, το κάταγμα 2) (резкое изменение) η κρίση, η στροφή* * *м1) ( кости) το σπάσιμο, το κάταγμα2) ( резкое изменение) η κρίση, η στροφή -
11 припадок
-
12 рассуждение
-
13 сердечный
сердечный Ί) καρδιακός* \сердечный приступ η καρδιακή κρίση* \сердечныйая недостаточность η καρδιακή ανεπάρκεια 2) (задушевный) εγκάρδιος, θερμός* * *1) καρδιακόςсерде́чный при́ступ — η καρδιακή κρίση
серде́чная недоста́точность — η καρδιακή ανεπάρκεια
2) ( задушевный) εγκάρδιος, θερμός -
14 суждение
-
15 приступ
приступм1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:\приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο. -
16 суд
судм1. в разн. знач. τό δικαστήριο[ν]:Верховный Суд СССР τό 'Ανώτατο δικαστήριο τής ΕΣΣΔ· народный \суд τό λαϊκό δικαστήριο· военный \суд τό στρατοδικείο· военно-полево́й \суд τό στρατοδικείο ἐκστρατείας· заседание \суде́ ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· отдавать под \суд, предавать \суду́ παραπέμπω στό δικαστήριο· подавать в \суд на кого-л. κάνω μήνυση κάποιον быть под \судо́м εἶμαι ὑπόδικος· третейский \суд ἡ διαιτησία·2. (суждение, мнение) ἡ κρίση:\суд истории ἡ κρίση τής ιστορίας· ◊ товарищеский \суд τό συντροφικό δικαστήριο· \суд чести τό δικαστήριο τιμής. -
17 усмотрение
усмотрени||ес ἡ κρίση [-ις]:на чье-л, \усмотрение στήν κρίση κάποιού сделать что́-либо по своему \усмотрениею κάνω κάτι ὅπως ἐγώ νομίζω. -
18 истерика
-и θ.υστερική κρίση.εκφρ.впадать в -у, закатывать -у – με πιάνει υστερική κρίση. -
19 приступ
-а α.1. παλ. αρχή, έναρξη2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).3. παροξυσμός, κρίση•приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•
приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•
сердечный приступ καρδιακή κρίση.
4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.5. (στρατ.) έφοδος•взять -ом παίρνω με έφοδο.
εκφρ.- у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις). -
20 суждение
-я ουδ.κρίση, γνώμη, άποψη•суждение об искусстве κρίση για την Τέχνη.
См. также в других словарях:
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
κρίση — η 1. διανοητική ενέργεια που διαστέλλει τα πρόσωπα ή τα πράγματα και καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα, μόρφωση γνώμης. 2. κριτική. 3. διανοητική διαύγεια. 4. δίκη, δικαστική απόφαση. 5. διαταραχή της κανονικής τάξης, περίοδος εμπορικής απραξίας:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρίση — κρίσις separating fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσῃ — Κρί̱σῃ , Κρῖσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσῃ — κρίσηι , κρίσις separating fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιη κρίση — (Νομ.). Η κρίση εκείνου που δικάζει ελεύθερα, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται από τους όρους μιας συμφωνίας που πρόκειται να κρίνει. Η κρίση αυτή πρέπει να συντελεστεί μέσα στα όρια του νόμου και με βάση τον σκοπό της σύμβασης και τις συγκεκριμένες… … Dictionary of Greek
συγκοπική κρίση — (Ιατρ.). Λιγόλεπτη απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε εγκεφαλική ισχαιμία λόγω ξαφνικής πτώσης της εγκεφαλικής παροχής αίματος. Ο ασθενής πέφτει στο έδαφος και παραμένει ακίνητος, χαλαρός, χωρίς μυϊκό τόνο, άσφυγμος και ωχρός. Εάν η σ. κ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek