Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κρίση

  • 41 неправильный

    непра́вильн||ый
    прил - ἀνώμαλος, ἀντικανονικός, ἀκανόνιστος:
    \неправильныйые черты лица τά ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (неверный) ὄχι σωστός, λαθεμένος, στραβός / ἐσφαλ· μένος (ошибочный):
    \неправильныйое суждение ἡ λαθεμένη (или ἐσφαλμένη) κρίση· сделать \неправильныйый ход (в игре) κάνω λαθεμένη κίνηση· ◊ \неправильныйый глагол гран. τό ἀνὠμα-λο[ν] ρήμα· \неправильныйая дробь мат τό νόθον κλάσμα.

    Русско-новогреческий словарь > неправильный

  • 42 осуждение

    осужд||ение
    с
    1. (порицание) ἡ ἐπί-κριση [-ις], ἡ κατάκριση [-ις] / ἡ ἀποδοκιμασία (неодобрение):
    достойный \осуждениеения ἀξιόμεμπτος, ἀξιοκατάκριτος·
    2. (судебный приговор) ἡ καταδίκη.

    Русско-новогреческий словарь > осуждение

  • 43 отзыв

    отзыв
    м 1·. ἡ κρίση [-ις], ἡ γνώμη / ἡ κριτική (рецензия):
    благоприятный \отзыв ἡ βὐνοϊκή γνώμη· давать \отзыв о книге, статье κρίνω βιβλίο, ἄρθρο· о нем очень хорошие \отзывы λενε πολλά καλά λόγια γι ' αὐτόν
    2. (посла, депутата и т. п.) ἡ ἀνάκληση [-ις], ἡ μετάκληση [-ις]·
    3. воен. τό παρασύνθημα.

    Русско-новогреческий словарь > отзыв

  • 44 отрицательный

    отрица||тельный
    прил в разн. знач. Αρνητικός / грам. ἀποφατικός:
    \отрицательныйтельный отзыв ἡ ἀρνητική κρίση· оказывать \отрицательныйтельное влияние на кого-л. ἀσκῶ ἀρνητική ἐπίδραση, ἐπιδρῶ δυσμενώς σέ κάποιον \отрицательныйтельное электричество физ. ὁ ἀρνητικός ἡλεκτρισμός.

    Русско-новогреческий словарь > отрицательный

  • 45 перелом

    перелом
    м
    1. τό σπάσιμο, ἡ θραύ-σΐ [-ις]. ἡ θλάσις / τό κάταγμα (кости)·
    2. (резкая перемена) ἡ (μετα)στροφή / ἡ κρίση [-ις] (в болезни).

    Русско-новогреческий словарь > перелом

  • 46 приговор

    приговор
    м
    1. ἡ ἀπόφαση (δικαστηρίου) I ἡ καταδίκη (обвинительный):
    смертный \приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· оправдательный \приговор ἡ ἀθωωτική ἀπόφαση вынести \приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση привести \приговор в исполнение ἐκτελώ τήν ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου·
    2. перен ἡ κρίση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > приговор

  • 47 припадок

    припад||ок
    м ἡ κρίση, ὁ παροξυσμός:
    сердечный \припадок ἡ καρδιακή προσβολή· \припадок гнева ἡ ἔξαψη ὁργής.

    Русско-новогреческий словарь > припадок

  • 48 рассуждатьение

    рассуждать||ение
    с ὁ συλλογισμός, ἡ σκέψη [-ις]:
    правильное \рассуждатьениеение ὁ ὁρθός συλλογισμός, ἡ σωστή κρίση· пуститься в \рассуждатьениеения τό ρίχνω σέ συλλογισμούς· без \рассуждатьениеений! χωρίς πολλές κουβέντες!, χωρίς ἀντιρρήσεις!, ἀσυζη-τητί!

    Русско-новогреческий словарь > рассуждатьение

  • 49 рецензия

    рецензия
    ж ἡ κρίση, ἡ γνώμη, ἡ κριτική:
    \рецензия на книгу ἡ βιβλιοκρισία.

    Русско-новогреческий словарь > рецензия

  • 50 рецензуентировать

    рецензуент||и́ровать
    несов γράφω κριτική, γράφω κρίση, γνωμοδοτώ.

    Русско-новогреческий словарь > рецензуентировать

  • 51 сердечный

    сердечн||ый
    пр-ил.
    1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:
    \сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·
    2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:
    \сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο.

    Русско-новогреческий словарь > сердечный

  • 52 суждение

    суждение
    с ἡ κρίση [-ις], ἡ γνώμη:
    высказать свое \суждение λέγω (или ἐκφέρω) τή γνώμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > суждение

  • 53 удушье

    уду́ш||ье
    с ἡ πνιγούρα, τό πνίγος, ἡ δύσπνοια:
    приступ \удушьеья ἡ κρίση δύσπνοιας.

    Русско-новогреческий словарь > удушье

  • 54 хлебный

    хлебн||ый
    прил
    1. τοῦ ψωμιοῦ, ἀπό ψωμί (о печеном хлебе)/ τοῦ σιταριοῦ (относящийся к зерну):
    \хлебныйые злаки τά σιτηρά· \хлебныйые запасы τά ἀποθέματα σιταριοῦ· \хлебныйые поля τά χωράφια σιταριοῦ· \хлебный амбар ἡ σιταποθήκη· \хлебный магазин τό ἀρτοπωλεῖο, τό ψωμάδικο· \хлебныйая торговля τό ἐμπόριο σιτηρών \хлебный квас τό κβάς (είδος ἀναψοκτικοβ)· \хлебный кризис ἡ κρίση ψωμιοῦ·
    2. (обильный хлебом) πλούσιος σέ σιτάρι:
    \хлебный край ὁ σιτοβολων (или ἡ σιτοπαραγωγική) περιοχή· \хлебный год χρονιά πλούσια σέ σιτοπαραγωγή·
    3. перен (доходный, прибыльный) ἐπικερδής, προσοδοφόρος· ◊ \хлебныйое дерево τό ἀρτόδεν-δρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > хлебный

  • 55 0. приклеивание, наклеивание, επ.κολλώ

    [эпиколло] р. приклеивать, наклеивать, επ.κός [эпикос] εκ. эпический, επ.κράτεια [эпикратиа] ουσ. Θ. держава, государство, επ.κράτηση [эпикратиси] ουσ. Θ. преобладание, перевес, επ.κρατώ [эпикрато] р. преобладать, господствовать, επ.κρίνω [эпикрино] р. осуждать, критиковать, επ.κριση [эпикриси] ουσ. Θ. осуждение, критика, επ.κράτηση [эпикротитси] ουσ. Θ. рукоплескание, громкое одобрение. επ.κροτώ [эпикрото] р. рукоплескать, громко одобрить, επ.κύρωση [эпикироси] ουσ. Θ. утверждение επ.κυρώνω [эпикироно] р. узаконивать επ.λέγω [эпилэго] р. избирать, отбирать. επ.λεκτος [эпилэктос] εκ. отборный, лучший, επ.λογή [эпилоги] ουσ. Θ. выбор, отбор, επ.λογος [эпилогос] ουσ. а. заключение, эпилог. επ.λυση [эпилиси] ουσ. Θ. решение, разрешение, επ.λύω [эпилио] р. решать, разрешать. επ.μέλεια [эпимэлиа] ουσ. Θ. усердие, прилежание, επ.μελής [эпимэлис] εκ. усердный, прилежный, επ.μελητήριο [эпимелитирио] ουσ. о. институт επ.μένω [эпимэно] р. упорствовать, настаивать, επ.μήκης [эпимикис] εκ. продолговатый, удлиненный, επ.μηκύνω [эпимикино] р. удлинять. επ.μιξία [эпимиксиа] ουσ. Θ. постояное общение επ.μονή [эпимони] ουσ. Θ. упорство, настойчивость, επ.μονος [эпимонос] εκ. упорный, настойчивый, επ.μοχθος [эпимохтос] εκ. тяжелый, трудный, επ.νόημα [эпиноима] ουσ. о. изобретение, выдумка επ.νοητικός [эпиноитикос] εκ. изобретательный, находчивый, επ.νοώ [эпиноо] р. изобретать, выдумывать, επ.πεδο [эпипэдо] ουσ. о. горизонтальная плоскость, уровень. επ.πεδος [эпнпэдос] εκ. плоский, ровный, επ.πλέον [эпиплэон] εκίρ. кроме того. επ.πλέω [эпиплэо] р. держаться на поверхности воды, επ.πληξη [эпипликси] ουσ. Θ. выговор, порицание, επ.πλήττω [эпиплитго] р. делать выговор,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > 0. приклеивание, наклеивание, επ.κολλώ

  • 56 кризис

    [κρίζις] ουσ. α. κρίση

    Русско-греческий новый словарь > кризис

  • 57 отзыв

    [ότζυβ] ουσ. α γνώμη, κρίση

    Русско-греческий новый словарь > отзыв

  • 58 припадок

    [πριπάντακ] ουσ. α κρίση

    Русско-греческий новый словарь > припадок

  • 59 приступ

    [πρίστουπ] ουσ. α. κρίση, παροξυσμός

    Русско-греческий новый словарь > приступ

  • 60 рецензия

    [ριτσιένζιγια] ουσ. θ. κρίση

    Русско-греческий новый словарь > рецензия

См. также в других словарях:

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • κρίση — η 1. διανοητική ενέργεια που διαστέλλει τα πρόσωπα ή τα πράγματα και καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα, μόρφωση γνώμης. 2. κριτική. 3. διανοητική διαύγεια. 4. δίκη, δικαστική απόφαση. 5. διαταραχή της κανονικής τάξης, περίοδος εμπορικής απραξίας:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρίση — κρίσις separating fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρίσῃ — Κρί̱σῃ , Κρῖσα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίσῃ — κρίσηι , κρίσις separating fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκαιη κρίση — (Νομ.). Η κρίση εκείνου που δικάζει ελεύθερα, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται από τους όρους μιας συμφωνίας που πρόκειται να κρίνει. Η κρίση αυτή πρέπει να συντελεστεί μέσα στα όρια του νόμου και με βάση τον σκοπό της σύμβασης και τις συγκεκριμένες… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπική κρίση — (Ιατρ.). Λιγόλεπτη απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε εγκεφαλική ισχαιμία λόγω ξαφνικής πτώσης της εγκεφαλικής παροχής αίματος. Ο ασθενής πέφτει στο έδαφος και παραμένει ακίνητος, χαλαρός, χωρίς μυϊκό τόνο, άσφυγμος και ωχρός. Εάν η σ. κ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»