-
21 высказывание
1. (в математической логике) τα λεγόμεναη απόφα(ν)ση2. (мне-ние, суждение) η γνώμη, η κρίση, η έκφραση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высказывание
-
22 заказчик
ο παραγγελιοδόχ/ος, ο παραγ-γελιοδότης, ο πελάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказчик
-
23 кризис
1. эк. η κρίση 2. мед. η κρίσιμη κατάσταση 3. (недостаток, нехватка) η έλλειψη, η ανεπάρκεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кризис
-
24 отзыв
1. (мнение, содержащее оценку чего-, кого-л) η κρίση, η γνώμη, η άποψη, η εκτίμηση, (рецензия) η κριτική 2. (ответ на что-л., отклик) η απάντηση, η ανταπόκριση 3. (посла, депутата и т.п.) η ανάκληση, η μετάκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отзыв
-
25 отклик
1. (в теории цепей) η ανταπόκριση 2. (статья, отзыв и т.п.) το σχόλιο, η κρίση, το άρθροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отклик
-
26 оценка
1. (определение стоимости) η εκτίμηση· - груза - του φορτίου 2. (мнение, суждение ο качестве, значении и т.п. кого-, чего-л.) η βαθμολογία, η κρίση, η αξιολόγηση 3. (обозначение степени знаний) о βαθμός, η βαθμολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оценка
-
27 перелом
1. (место, по которому переломлено что-л.) το σπάσιμο, η θραύσηзакрытый - мед. η θλάσηоткрытый - мед. το επιπεπλεγμένο κάταγμαраздробленный - мед. το συντριπτικό κάταγμα2. (резкое изменение, крутой поворот в развитии чего-л.) το κρίσιμο σημείο, η καμπή- болезни - της ασθένειας, η κρίση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелом
-
28 припадок
мед. η κρίση, ο παροξυσμόςэпилептический - επιληπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > припадок
-
29 приступ
(болезни) η κρίση, η προσβολή, ο παροξυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приступ
-
30 рецензия
το σχόλιο, η κρίση, η γνώμη, η κριτική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рецензия
-
31 суждение
η κρίση, η γνώμη, η άποψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суждение
-
32 удушье
η δύσπνοι/α, η ασφυξίαприступ - я κρίση - ας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удушье
-
33 усмотрение
η κρίση, η διάκριση, η βούλησηпо - ю κατά την -, στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усмотрение
-
34 эпикриз
мед. 1. (окончательное заключение) το ιατρικό πόρισμα 2. (патологическое явление, наступающее после кризиса болезни) το επακόλουθο (παθολογικό φαινόμενο μετά την κρίση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпикриз
-
35 ответ
ответ м η απάντηση, η από κρίση' в \ответ... σε απάντηση...дать \ответ απαντώ* получить \ответ παίρνω απάντηση* * *мη απάντηση, η απόκρισηв отве́т … — σε απάντηση…
дать отве́т — απαντώ
получи́ть отве́т — παίρνω απάντηση
-
36 выделение
выделениес1. юр. ἡ διαχώριση [-ις], ὁ διαχωρισμός, τό ξεχώρισμα·2. хим. ἡ ἐξαγωγή, ἡ ἐκβολή·3. физиол. ἡ ἔκ-κριση [-ις]. -
37 жилищный
жили́щ||ныйприл τής κατοικίας:\жилищныйное строительство ἡ οίκοδόμηση κατοικιών, τό κτίσιμο σπιτιών \жилищныйные условия οἱ συνθήκες κατοικίας· \жилищныйный кризис ἡ κρίση κατοικίας. -
38 истерика
истерикаж ἡ ὑστερία, ἡ ὑστερική κρίση [-ις]. -
39 назревать
назреватьнесов, назреть сов1. ὠριμάζω, γίνομαι ὠριμος / ἐμπυάζω, μαζεύω πῦο (о нарыве)·2. перен ὠριμάζω:кризис назрел ἡ κρίση ὠρίμασε· назрел вопрос τό ζήτημα ὠρίμασε. -
40 неодобрениейтельный
неодобрение||йтельныйприл ἀποδοκιμαστικός, ἐπιτιμητικός / δυσμενής (неблагоприятный):\неодобрениейтельныйи́тель-ный взгляд τό ἀποδοκιμαστικό (или ἐπιτιμητικό) βλέμμα· \неодобрениейтельныйи́тельный отзыв ἡ δυσμενής κρίση.
См. также в других словарях:
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
κρίση — η 1. διανοητική ενέργεια που διαστέλλει τα πρόσωπα ή τα πράγματα και καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα, μόρφωση γνώμης. 2. κριτική. 3. διανοητική διαύγεια. 4. δίκη, δικαστική απόφαση. 5. διαταραχή της κανονικής τάξης, περίοδος εμπορικής απραξίας:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρίση — κρίσις separating fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσῃ — Κρί̱σῃ , Κρῖσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσῃ — κρίσηι , κρίσις separating fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιη κρίση — (Νομ.). Η κρίση εκείνου που δικάζει ελεύθερα, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται από τους όρους μιας συμφωνίας που πρόκειται να κρίνει. Η κρίση αυτή πρέπει να συντελεστεί μέσα στα όρια του νόμου και με βάση τον σκοπό της σύμβασης και τις συγκεκριμένες… … Dictionary of Greek
συγκοπική κρίση — (Ιατρ.). Λιγόλεπτη απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε εγκεφαλική ισχαιμία λόγω ξαφνικής πτώσης της εγκεφαλικής παροχής αίματος. Ο ασθενής πέφτει στο έδαφος και παραμένει ακίνητος, χαλαρός, χωρίς μυϊκό τόνο, άσφυγμος και ωχρός. Εάν η σ. κ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek