-
1 κολλητικός
κολλητικός, zum Leimen, Zusammenfügen geschickt, anfügend; Plut. τὸ ὕδωρ κολλητικὸν καὶ σχετικόν, τῇ ὑγρότητι συνέχον καὶ πῆττον, de prim. frigid. 16; so auch a. Sp.
-
2 κολλητικος
-
3 κολλητικός
κολλητικόςglutinous: masc nom sg -
4 κολλητικός
κολλητικός, zum Leimen, Zusammenfügen geschickt, anfügend -
5 κολλητικός
η, ό[ν] 1.1) липкий, клейкий; 2) заразный, инфекционный; прилипчивый (разг); 2. (τό) клей -
6 κολλητικός
[коллитикос] επ. заразный, заразительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολλητικός
-
7 κολλητικός
[коллитикос] επ заразный, заразительный. -
8 κολλητικός
A glutinous, Arist.Pr. 928a5 ([comp] Comp.), Plu.2.952b; δύναμις κ. τραυμάτων closing up wounds, Dsc.3.85;κ. φάρμακον Gal.11.439
; κ. ἔργα plumber's work, PLond.3.1177.283 (ii A.D.): [dialect] Dor. [full] κολλᾱτικόν, τό, = κόλλα, IG42(1).102.69 (Epid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλητικός
-
9 κολλητικός
contagieux -
10 κολλητικός
1) zakaźny przym.2) zaraźliwy przym. -
11 κολλητικός
nakažlivý -
12 κολλητικός
1) adhesive2) contagious3) infectious4) stickyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κολλητικός
-
13 παρα-κολλητικός
παρα-κολλητικός, ή, όν, daran leimend, Sp.
-
14 ἀνα-κολλητικός
ἀνα-κολλητικός, anleimend, Diosc.
-
15 nakažlivý
κολλητικός -
16 contagious
κολλητικός -
17 infectious
κολλητικός -
18 zakaźny
κολλητικός -
19 zaraźliwy
κολλητικός -
20 κολλητικά
κολλητικόςglutinous: neut nom /voc /acc plκολλητικά̱, κολλητικόςglutinous: fem nom /voc /acc dualκολλητικά̱, κολλητικόςglutinous: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
κολλητικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάει, συγκολλητικός. 2. μολυσματικός, μεταδοτικός: Ο κοκίτης είναι κολλητική ασθένεια της παιδικής ηλικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλητικός — glutinous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… … Dictionary of Greek
κολλητικά — κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc pl κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc/acc dual κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικώτερον — κολλητικός glutinous adverbial comp κολλητικός glutinous masc acc comp sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικῶν — κολλητικός glutinous fem gen pl κολλητικός glutinous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικόν — κολλητικός glutinous masc acc sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαῖς — κολλητικός glutinous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαί — κολλητικός glutinous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῖς — κολλητικός glutinous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῦ — κολλητικός glutinous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)