-
61 заразительный
[ζαραζίτιλ"νυί] εκ. κολλητικός, μεταδοτικός -
62 цепкий
[τσιέπκιΐ] επ. που πιάνει καλά, κολλητικός, γερός -
63 заразительный
[ζαραζίτιλ"νυϊ] επ κολλητικός, μεταδοτικός -
64 цепкий
[τσιέπκιϊ] επ που πιάνει καλά, κολλητικός, γερός -
65 заразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. μολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός•-ая болезнь μολυσματική νόσος.
2. μτφ. μεταδοτικός•заразительный пример μεταδοτικό αρνητικό παράδειγμα•
заразительный смех μεταδοτικό γέλιο.
-
66 заразный
επ., βρ: -зен, -зна, -оμολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός•-ая болезнь μολυσματική νόσος.
|| των μολυσμένων•-ое отделение τμήμα μολυσμένων.
|| ως ουσ. μολυσμένος. -
67 клеёный
επ.κολλητικός, με κόλλα•-ая бумага κολλητικό χαρτί.
|| κολλημένος. -
68 клеильный
επ.κολλητικός, για κόλληση. -
69 незаразный
επ.αμετάδοτος, μη κολλητικός•-ая болезнь αμετάδοτη ασθένεια.
|| αμόλυντος, αμίαντος•незаразный больной αμόλυντος ασθενής.
-
70 прилипчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. κολλώδης, κολλητικός, ιξώδης.2. μτφ. μεταδοτικός, μολυσματικός.3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός. -
71 цепкий
επ., βρ: -пок, -пка, -пко.1. αγκιστρωτός, γαντζωτός• γαμψός•-ие пальцы γαντζωτά δάχτυλα•
-ие когти γαμψά νύχια.
|| αρπακτικός, συλληπτ ικός•кошки очень -пки οι, γάτες είναι πολύ επιδέξιες στο πιάσιμο.
2. κολλώδης, κολλητικός•-ая почва κολλώδες έδαφος.
3. μτφ. προσαρμοζόμενος εύκολα. || επίμονος, έμμονος σταθερός. -
72 ἀνακολλητικός
-
73 παρακολλητικός
παρα-κολλητικός, ή, όν, daran leimend -
74 κόλλᾰ
Grammatical information: f.Meaning: `glue' (Emp., Hdt., Hp., E.);Compounds: as 1. member e. g. in κολλ-εψός `glue-boiler' (Att. inscr., Poll.); as 2. member in ταυρό-, ἰχθυό-κολλα `bull-, fish-glue' (Plb., Dsc.); but ποτί-, σύγ-κολλος etc. (Pi., A.) are backformations to ποτι-, συγ-κολλάω etc.Derivatives: κολλήεντα n. pl. (Ο 389 ξυστά, Hes. Sc. 309 ἅρματα) `well-fixed', cf. κολλητός below; κολλώδης `gluey, stickey' (Pl., Arist.). Denomin. verb κολλάω, often with prefix as συν-, προσ-, ἐν-, κατα-, `glue, fix together, make one, unite' (Pi., Emp., IA.). κόλλημα `what is glued together, gluing tog.', pl. `papyrus-leaves, that form a scroll', κόλλησις `gluing tog., soldering' (IA.) with ( συγ-)κολλήσιμος, - ον `glued tog.' (pap.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 99); ( συγ-)κολλητής `who glues tog.' (Ar., pap.); κολλητήριον `glue' (Ph. Bel.); κόλλητρα pl. `cost of solering' (pap.); κολλητός `glued tog., well fixed' (Il.; Amman Μνήμης χάριν 1, 16), κολλητικός (Dor. -ᾱτ-) `gluey, gluing tog.' (Arist., Epid., pap.), κολλητικὰ ἔργα `plumber's work' (pap.). As 2. member in the backformtion πρωτό-κολλον n. `the first fixed (glued) leave of a papyrus-scroll' (Just.). - Rarely ἐπι-κολλαίνω `glue to' (Thphr.), κολλίζω (Gp.) with κολλιστής (Gloss.).Etymology: κόλλᾰ may be a ια-deriv. (Schwyzer 474, Chantraine Formation 98), but further the history of the word is rather dark. Notable is the similarity with a Slavic word for `glue', e. g. Russ.-CS. klějь, klejь, Russ. klej from PSl. *kъlějь, * kъlьjь (with reduced vowel); Germanic has an isolated verb, limited to a small area: MDutch. MLG helen `stick' (PGm. * haljan); the details however remain unclear. Pok. 612 after Fick 1, 389, Zupitza Die german. Gutturale 113; also Vasmer Russ. et. Wb. s. klej. Rom. LW [loanword] It. colla, Fr. colle etc. - A word with similar meaning, with wide spread, is γλοιός, s. v. Or is it Pre-Greek. *kolya?Page in Frisk: 1,898-899Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλλᾰ
-
75 yapıştırıcı
κόλλα, κολλητικός, συγκολλητικός -
76 contagieux
1) κολλητικός2) μολυσματικός -
77 adhesive
1) κόλλα2) κολλητικός3) κολλώδης -
78 sticky
1) κολλητικός2) κολλώδης
См. также в других словарях:
κολλητικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάει, συγκολλητικός. 2. μολυσματικός, μεταδοτικός: Ο κοκίτης είναι κολλητική ασθένεια της παιδικής ηλικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλητικός — glutinous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… … Dictionary of Greek
κολλητικά — κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc pl κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc/acc dual κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικώτερον — κολλητικός glutinous adverbial comp κολλητικός glutinous masc acc comp sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικῶν — κολλητικός glutinous fem gen pl κολλητικός glutinous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικόν — κολλητικός glutinous masc acc sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαῖς — κολλητικός glutinous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαί — κολλητικός glutinous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῖς — κολλητικός glutinous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῦ — κολλητικός glutinous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)