-
1 nakažlivý
κολλητικός -
2 contagious
κολλητικός -
3 infectious
κολλητικός -
4 zakaźny
κολλητικός -
5 zaraźliwy
κολλητικός -
6 заразный
-
7 инфекционный
-
8 прилипчивый
прилипчивыйприл1. κολλώδης, κολλητικός, γλοιώδης·2. разг перен (надоедливый) φορτικός, ὀχληρός:\прилипчивый человек ὀχληρός ἄνθρωπος, κολλητσίδα·3. разг (о болезни) κολλητικός, μεταδοτικός, -
9 заразительность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заразительность
-
10 незаразный
(о болезни) μη κολλητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > незаразный
-
11 заразительный
заразительныйприл κολλητικός, μεταδοτικός:\заразительный смех τό μεταδοτικό γέλοιο· \заразительный пример κολλητικό παράδειγμα. -
12 заразный
заразн||ыйприл μολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός, λοιμώδης:\заразныйая болезнь ἡ κολλητική ἀρρώστεια. -
13 меловой
мелов||ойприл1. ἀπό κιμωλία, κρη-τιδικός:\меловойая бумага κολλητικός χάρτης·2. геол. κρητιδικός:\меловой период ἡ κρητι-δική περίοδος. -
14 незаразный
незаразн||ыйприл μή κολλητικός, μή μεταδοτικός, ἀμετἀδοτος:\незаразныйая болезнь ὀμετάδοτη ἀσθένεια -
15 цепкий
цепк||ийприл1. πού πιάνει καλά, πού γαντζώνει γερά:\цепкийие когти νύχια, πού γαντζώνουν γερά· \цепкийие ру́ки χέρια, πού σφίγγουν γερά·2. (вязкий, вяжущий) κολλητικός, κολλώδης·3. перен (о человеке) разг ἐπίμονος·4. (схватывающий, запоминающий) σταθερός, γερός:\цепкий взгляд τό σταθερό βλέμμα· \цепкийая память ἡ γερή μνήμη. -
16 adhesive
[-siv]adjective (able to adhere; sticky: adhesive tape.) κολλητικός, αυτοκόλλητος -
17 catching
adjective (infectious: Is chicken-pox catching?) κολλητικός -
18 sticky
1) (able, or likely, to stick or adhere to other surfaces: He mended the torn book with sticky tape; sticky sweets.) κολλώδης,κολλητικός2) ((of a situation or person) difficult; awkward.) δύσκολος -
19 заразительный
[ζαραζίτιλ"νυί] εκ. κολλητικός, μεταδοτικός -
20 цепкий
[τσιέπκιΐ] επ. που πιάνει καλά, κολλητικός, γερός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κολλητικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάει, συγκολλητικός. 2. μολυσματικός, μεταδοτικός: Ο κοκίτης είναι κολλητική ασθένεια της παιδικής ηλικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλητικός — glutinous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… … Dictionary of Greek
κολλητικά — κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc pl κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc/acc dual κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικώτερον — κολλητικός glutinous adverbial comp κολλητικός glutinous masc acc comp sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικῶν — κολλητικός glutinous fem gen pl κολλητικός glutinous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικόν — κολλητικός glutinous masc acc sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαῖς — κολλητικός glutinous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαί — κολλητικός glutinous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῖς — κολλητικός glutinous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῦ — κολλητικός glutinous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)