-
1 κλῄω
κλῄω, zsgzgn aus κληΐω, = κλείω, s. oben.
-
2 κληω
-
3 κλήω
-
4 κλῄω
-
5 κλήω
κλήω, old [dialect] Att. for κλείω (A). [full] κλῑβᾰν-άριος, [suff] κλητ-εύς, [suff] κλητ-ίτης, [suff] κλητ-οειδής, [suff] κλῆτ-ος, v. κριβ-. [full] κλιδία· τάριχος, Hsch. (cf. -
6 περι-κλῄω
-
7 συγ-κλῄω
-
8 κατα-κλῄω
-
9 ἐκ-κλῄω
-
10 κατα-κλείω
κατα-κλείω, att. - κλῄω (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς κατακλεισϑῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, δίφρον Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch πάλιν ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσϑησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.
-
11 κλείω
κλείω, ep. u. ion. κληΐω; das praes. κληΐζω kommt nicht vor, daher κλῃζομένην Euen. 14 (IX, 62) bedenklich; ein dor. fut. κλαξῶ ϑύρας oder κλᾳξῶ Theocr. 6, 32; aor. κληῗσαι, Od. 21, 236. 241, ἐκλήϊσεν, 24, 166, κλήισεν, 21, 387. 389, Wolf überall κληΐσσαι, κλήϊσσεν; altatt. κλῄω, ἔκλῃον Thuc. 7, 59, περικλῄσασϑαι 7, 52, ξυγκλῃσϑῆναι 4, 67; perf. pass. κέκλεισμαι, bes. Sp., wie Hdn. 8, 6, 9; gew. κέκλειμαι, vgl. B. A. 1020. 1388; so ist κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων Dem. 2, 16 von Bekker aus 2 mss. hergestellt, s. auch unten; κεκλέατο, Her. 3, 58, ἐκέκλειντο, Xen. An. 6, 2, 8; ἐγκεκλεισμένον Soph. Tr. 579; – schließen, verschließen; Βόσπορον κλεῖσαι (richtiger κλῇσαι) μέγαν Aesch. Pers. 709; πόλιν πύργων βαϑείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην Suppl. 934; βλέφαρον κέκλῃταί γ' ὡς καπηλείου.ϑύραι Soph. frg. 635; κλῄειν πύλας Eur. Herc. Fur. 997; χρυσῆ δὲ πλάστιγξ αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, einzwängen, Rhes. 304; auch χέρας βρόχοισι, fesseln, Andr. 603. übtr., ὅρκοις κεκλῄμεϑα Hel. 983; κλῇε πηκτὰ δωμάτων Ar. Ach. 479; κλῇσαι τὰς πύλας, v. l. κλεῖσαι, Plat. Rep. VIII, 560 c; στόμα Eur. Phoen. 872, wie Ar. Equ. 1316; vgl. Dem. κεκλειμένης σοι τῆς παῤῥησἴας οὐ κιγκλίσιν οὐδὲ ϑύραις ἀλλὰ ὀφλήμασι 25, 28; κλῄσειν ἔμελλον τοὺς ἔςπλους ταῖς ναυσίν, die Einfahrt versperren, Thuc. 4, 8; Sp.
-
12 κλειω
Iстароатт. κλῄω и κληΐω (fut. κλείσω - дор. κλαξῶ; pass.: fut. κλεισθήσομαι, aor. ἐκλεὴσθην, pf. κέκλειμαι и κέκλεισμαι)1) запирагь(θύρας Hom. и θύραν NT.; πηκτὰ δωμάτων Arph.; πύλας Eur.)
κλεῖσαι τὰ σπλάγχνα αὑτοῦ ἀπό τινος NT. — быть глухим к чьим-л. страданиям2) запирать, блокировать(Βόσπορον μέγαν Aesch.; τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσίν Thuc.)
3) (о запоре, задвижке) закладывать, задвигать(ὀχῆας Hom.)
4) ограждать, защищать, укреплять(πόλιν πύργων μηχανῇ Aesch.)
5) закрывать, смыкать(βλέφαρον Soph.; στόμα Eur.)
6) связывать, сковывать(χέρας βρόχοισι, ὅρκοις κεκλῄμεθα Eur.)
IIэп. - κλέω -
13 κατακλείω
κατα-κλείω, old [dialect] Att. [suff] κατα-κλῄω Th. (v. infr.): a rare [tense] fut. κατακλιῶ dub. in Eup.287, cf. HeroBel.107.13:—[voice] Med., [tense] aor.A- εκλεισάμην X. Cyr.7.2.5
:—[voice] Pass., [tense] aor. -εκλῄσθην, -εκλείσθην (v. infr.); [dialect] Ion.- εκληΐσθην Hdt.2.128
; [dialect] Dor.- εκλᾴσθην Theoc.7.84
: [tense] pf. .I c. acc. pers., shut in, enclose, e. g. a mummy in its case, Hdt.2.86: freq. of blockading, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. Th.1.109;κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα X.Cyr.4.1.18
;κατακλείειν τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Id.An.3.4.26
; κ. εἰς πολιορκίαν, εἰς δυσχωρίας, D.H. 6.74, 11.26;κ. τινὰ ἐν φυλακῇ Ev.Luc.3.20
, cf. OGI669.17 (Egypt, i A. D.): metaph., κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, i.e. not to be a cosmopolite, X.Mem.2.1.13:—[voice] Pass.,ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Th.4.57
;ναυσὶ κατεκλῄσθησαν Id.1.117
, cf. X.An.3.3.7; ὅταν ἐς [ νεφέλας]ἄνεμος κατακλῃσθῇ Ar.Nu. 404
;εἰς μικρὸν τόπον -κεκλῃμένοι Isoc.4.34
;διὰ τοῦ ζῆν.. κ. ἐν Ἀπόλλωνος ἢ Ἀθηνᾶς Phld.D.1.17
:—[voice] Med., shut oneself up,ἐν τοῖς βασιλείοις X.Cyr.7.2.5
; also κατεκλᾴζετο shut up the bride with oneself [in the bridal-chamber], Theoc.18.5:—[voice] Pass.,κατεκλᾴσθης Id.7.84
.2 metaph., νόμῳ κ. shut up, i.e. compel, oblige,ἂν.. πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν D.4.33
, cf. And.3.7, Antiph.190.15.3 metaph., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης being reduced, D.26.11;εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι D.S.20.74
: generally, confine,ἐν τῷ κατὰ φύσιν πέρατι -κέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8
;πᾶσαι αἱ ἐπιχειρήσεις εἰς μίαν ἀπόδειξιν -κλείονται Phld.Rh.2.283
S.; κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς.. confine the whole business of art to.., Hld.3.4.II c.acc.rei, shut up, close,τὰς πυλίδας Hdt.1.191
;τά ἱρά Id.2.124
, cf. 128 ([voice] Pass.);τὸ ἐργαστήριον Id.4.14
;τὸν δίφρον X.Cyr.6.4.10
;εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλῃμένα Ar.Pl. 206
:—in [voice] Pass., of humours in the body, Hp.Loc.Hom. 27.2 clamp down, make fast, of stones in masonry, IG7.3073.158(Lebad.); also κ. [ τὴν δεξιάν] Luc.Prom.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλείω
-
14 κλείω
Aκλείσω X.An.4.3.20
( ἀπο-), Him.Or.22.7; rare [tense] fut. κατα-κλιῶ, v. κατακλείω: [tense] aor.ἔκλεισα X.An.7.1.36
, Pl.Ep. 348b: [tense] pf.κέκλεικα Thphr.Char.18.4
, LXX 1 Ki.23.20, Luc.Tox.30: [tense] plpf.ἐκεκλείκειν App.Hann.47
:*mdash;[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐκλεισάμην ( κατ-) X.Cyr. 7.2.5, (ἐγ-) Id.HG6.5.9:—[voice] Pass., [tense] fut. κλεισθήσομαι ( συγ-) ib.5.2.19: [tense] aor.ἐκλείσθην D.23.110
, etc.: [tense] pf. κέκλειμαι (later κέκλεισμαι f.l. in Ar.V. 198) (v. infr.):—[dialect] Ion. [full] κληΐω ( ἀπο-) Hdt.4.7: [tense] aor.ἐκλήῑσα Od. 24.166
, (ἐξ-) Hdt.1.144, [dialect] Ep.κλήῑσα Od.19.30
; inf.κληῗσαι 21.382
:— [voice] Med., [tense] fut. κληΐσσομαι cj. in Nonn.D.2.310:—[voice] Pass., [tense] aor.ἀπ-εκληΐσθην Hdt.1.165
, 3.55, 58: [tense] pf.κεκλήϊμαι 2.121
.β, cf. 3.117, 7.129 (with vv.ll.): [tense] plpf.ἀπ-εκεκλέατο 9.50
codd.:—old [dialect] Att. [full] κλῄω (also Trag., cf. An.Ox.1.226), [tense] fut.κλῄσω Th.4.8
: [tense] aor. (lyr.), Th.2.4, Pl.R. 560c: [tense] pf. κέκλῃκα ( ἀπο-) Ar.Av. 1262:—[voice] Med., [tense] fut.κεκλῄσομαι Id.Lys. 1071
: [tense] aor.περι-κλῄσασθαι Th.7.52
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) Id.1.117, 4.67, etc.: [tense] pf. κέκλῃμαι (v. infr.):— [dialect] Dor. [tense] fut.κλᾳξῶ Theoc.6.32
: [tense] aor. ἀπό-κλᾳξον, -κλᾴξας, Id.15.43, 77,ἔκλᾳξε Cerc.7.2
, cf. κλάκαι (leg. κλᾷσαι) · κλεῖσαι, Hsch.:—[voice] Med., [tense] impf.κατ-εκλᾴζετο Theoc.18.5
:—[voice] Pass., [tense] aor.κατ-εκλᾴσθην Id.7.84
, but part.συγκατα-κλαιχθείς Chron.Lind.D.62
: [tense] pf. [ per.] 3pl.κατα-κέκλᾱνται Epich.141
.—Cf. κλῄζω (B). ([etym.] κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors, 21.387; ἐκλήϊσεν ὀχῆας shot the bars, so as to close the dooe door, 24.166;κλῄειν πύλας E. HF 997
, Pl.R.l.c., etc.;κ. πηκτὰ δωμάτων Ar.Ach. 479
;κλεῖδες.., αἷς τὰς θύρας κλείουσιν Aristopho 7
;Ἐτεοκλέους.. κλῄσας στόμα E. Ph. 865
; κανθώς Cerc.l.c.;λάρυγγα Gal.6.65
:—[voice] Pass.,βλέφαρα κέκλῃται S.Fr. 711
; ;κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν.., ἀλλὰ.. ὀφλήμασι D.25.28
.2 shut up, close, block up,Βόσπορον κλῇσαι A.Pers. 723
(troch.); :—[voice] Pass., Hdt.2.121.β; τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι Lys.22.14
;κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων D.2.16
.III confine, :— [voice] Pass., to be confined,χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Id.Andr. 502
(lyr.): metaph.,ὅρκοις κεκλῄμεθα Id.Hel. 977
.------------------------------------A celebrate (q.v.).------------------------------------A call (q.v.). -
15 κλῃστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλῃστός
-
16 κλῄζω
κλῄζω (A), Ar.Th. 117 (lyr.), etc.; [dialect] Ion. [full] κληΐζω Hp.Art.42, [dialect] Dor. [full] κλεΐζω v.l. in Pi.O.1.110, cf. Eust.1497.50: [tense] impf.Aἔκλειζον Epigr.Gr. 254
(Cyprus, iv/iii B.C.): [tense] fut. κληΐσω Fr.Lyr. ap. Aristid.Or.50(26).31,κλῄσω h.Hom.31.18
, A.R.3.993, [dialect] Dor. κλεΐξω Pi.l.c.: [tense] aor. , Ar.Av. 905 (lyr., κλεῖσον cod. R), 950, 1745, Nic.Fr. 86 ( ἔκλησε codd. Ath.),ἔκλεισα IG14.2258
([place name] Etruria):—[voice] Pass.,κληΐζομαι A.R.4.1153
, Ti.Locr.1ood, Epigr.Gr. 946 ([place name] Tralles), , X. Cyr.1.2.1, etc.,κλεΐζομαι Man.6.571
: [tense] pf. κεκλήϊσμαι, ἐκλήϊσμαι, A.R. 4.618, 990: [tense] plpf. ἐκλήϊστο ib. 267, 1202:—make famous, celebrate in song, h.Hom.l.c., Pi. l.c.;κλῄσωμεν Ἄρτεμιν E.IA 1522
(lyr.);κλῇσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν Ar.Av. 950
(mock lyr.), cf. 1745; παλαὶ δὴ τήνδ' ἐγὼ κλῄζω πόλιν ib. 921:—[voice] Pass.,τὰν Ἀργὼ τὰν διὰ σοῦ στόματος ἀεὶ -ομέναν E.Hyps.Fr.3(1)
ii 20 (lyr.).2 mention, speak of, in [voice] Pass., πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις.. ἐκλῄζετο; A. Ag. 631; οἷα κλῄζεται as are said, E.Hel. 721; ἀφανὴς (sc. ὢν) κλῄζεται ib. 126; θανὼν κλῄζεται he is reported to be dead, ib. 132; κλῄζομαι ὡς προδοῦς' ib. 927.3 applaud, praise, Hp.Art.42.4 invoke, PMag.Par.1.271, al.II call,σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει S. OT48
:—[voice] Pass., Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῄζεται ib. 733; ἔνθα κλῄζεται οὑμὸς Κιθαιρών where is the hill called my Cithaeron, ib. 1452, cf. E.Hyps. Fr.3(1) iv 26;παῖς κ. Μενοικέως Id.Ph.10
;πατρὸς Ἀθηνίωνος κ. IG 9(1).880.3
(Corc.), cf. 12(3).1190.7 ([place name] Melos): less freq. in Prose,οἱ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται X.Cyr.1.2.1
, cf. Pl.Ax. 371b, App. BC1.1; etym. of Κλειώ, Corn.ND14. ( κλε (ϝ) -ίζω (fr. κλέος ) 'celebrate' and κλη-ΐζω (fr. καλέω) 'call' were confused by the Greeks.)------------------------------------A shut, Hymn.Is.159:— [voice] Pass., AP9.62 (Even.). -
17 περικλείω
περικλείω, [dialect] Ion. [suff] περι-κληΐω, old [dialect] Att. [suff] περι-κλήω, ( κλείω (A), κλείς)A shut in all round, enclose,ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος Hdt.3.117
, cf. 7.129, 198 ;ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν Th.2.90
: abs.,περικλειούσης θαλάττης Ph.2.544
:—[voice] Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—[voice] Pass.,ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Id.2.100
.II metaph., in [voice] Pass., to be confined, reduced,εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους D.S.16.35
;εἰς ἀνενεργησίαν S.E.M.11.162
, cf. POxy.1666.12 (iii A.D.):— later in [voice] Act., limit,εἰς τρία τὴν πραγματείαν Steph.in Hp.1.179
; ἐπεὶ δέ με ὁ χρόνος περιέκλειε τὸ τέλος ἐπάγων Vett. Val.354.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλείω
-
18 ἐγκλείω
ἐγ-κλείω, [dialect] Ion. [suff] ἐγ-κληΐω, [dialect] Att. [suff] ἐγ-κλῄω, [dialect] Ep. [full] ἐνικλείω A.R. 2.1029:—II shut or confine within, ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (for ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) S.Aj. 1274;δόμοις ἐγκεκλῃμένος Id.Tr. 579
: generally, shut up, confine,γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει Id.Ant. 180
; εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος ib. 505;στόμα ἐ. E.Hec. 1284
.III [voice] Med., shut oneself up in, X.HG6.5.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκλείω
-
19 ἐκκλείω
ἐκκλείω, [dialect] Ion. [full] ἐκκληΐω or [suff] ἐκκηρ-κλήω, old [dialect] Att. [full] ἐκκλήω: [dialect] Att. [tense] fut. -A : [dialect] Dor. [tense] aor. 1 -κλᾳξα Com.Adesp.1203.7
(dub.): [tense] pf.ἐκκέκλεικα Men.Sam. 201
:—shut out from, c.gen., ἐ. ἄλλον ἄλλοσε στέγης E.l.c.:—[voice] Pass., to be shut out, Id.HF330.2 metaph., shut out, exclude from,πόλιν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144
; τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων, Aeschin.2.85,3.74 : c. acc. et inf., .3 hinder, prevent,τῷ καιρῷ τὴν κατηγορίαν Plb.18.8.2
;τὴν θήραν D.S.3.16
:—[voice] Pass., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ being prevented by [want of] time, Hdt.1.31 ;ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3
: c. inf.,ἐ. ποιεῖν τι Id.4.32
, cf. Arist.MM 1198b16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκλείω
-
20 ἐπικλείω
A shut to, close,τοὺς πρωκτούς Ar. Pax 101
(anap.);ἐπεκλήϊσσε θύρην Tryph.200
:—[voice] Med., Luc.Tox. 50:—[voice] Pass., to be shut to, opp. ἀναπτύσσομαι, X.Eq.12.6: c. dat., to be covered by.., Gal.18(1).429.------------------------------------ἐπικλείω (B),2. relate or recount that.., c. acc. et inf., A.R. 1.18, Opp.C.3.78.3. call, name,τόν ῥ' ἄνδρες ἐ. Βοώτην Arat.92
, cf. A.R.2.1156.4. call upon, invoke,Ἀπόλλωνα Id.2.700
: c.inf.,Κυθέρειαν ἐ. ἀμύνειν Id.3.553
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλείω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλήω — κλῄω (Α) (παλ. αττ. τ. τού κλείω) βλ. κλείνω … Dictionary of Greek
κλῄω — κλείω 1 shut pres subj act 1st sg (attic) κλείω 1 shut pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλειστος — η, ο (Α ἄκλειστος, ον και ἄκληστος) αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος «άφησε την πόρτα άκλειστη» «ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.) νεοελλ. 1. ο ασυμπλήρωτος «έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα» 2. (λογαριασμός) για τον οποίο … Dictionary of Greek
κλήσκω — κλῄσκω (Α) κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω («κλῄσκεται εἰς φυλακήν», Απόκρ. Πράξ. Ανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῄω + εναρκτικό επίθημα σκω] … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
ποτικλάγω — και ποτικλαίγω και ποτικλάϊγω και ποτικλαΐγω Α (δωρ. τ.) (ως αμτβ.) συνδέομαι, συνάπτομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλᾴγω (< θ. κλᾳγ , με ουρανικό, πρβλ. αόρ. ἔ κλᾳξ α, μέλλ. κλᾳξ ῶ τού κλᾴζω/ κλῄζω, μτγν. τ. τού… … Dictionary of Greek
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek
klēu- (also klĕ u-?) and klāu- — klēu (also klĕ u ?) and klāu English meaning: hook; hooked branch or piece of wood, etc.. Deutsche Übersetzung: perhaps actually “Haken, krummes Holz or Astgabel, Pflöckchen”, verbal einerseits “anhaken (sich anklammern), hemmen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary