-
1 καταμείγνυμι
( или κατα—μίγνυμι) смешиваю
См. также в других словарях:
καταμείγνυμι — και καταμειγνύω (Α) ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, αναμιγνύω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μείγνυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κατάμειξις — κατάμειξις, ἡ (Α) [καταμείγνυμι] η πλήρης ανάμιξη … Dictionary of Greek
καταμίγνυμι — (Α) βλ. καταμείγνυμι … Dictionary of Greek
καταμίσγω — (Α) καταμείγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μείγνυμι] … Dictionary of Greek
συγκαταμείγνυμι — και συγκαταμίγνυμι Α ενώνω, συνενώνω, αναμιγνύω (α. «χάριτας Μούσαις συγκαταμειγνύς», Ευρ. β. «ὠδαῑς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμειγνύναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμείγνυμι «ενώνω, αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek