Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καταλύω

  • 1 катализация

    η κατάλυση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катализация

  • 2 упразднение

    η κατάργηση, η κατάλυση, η ακύρωση
    - ять καταργώ, ακυρώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упразднение

  • 3 останавливать

    останавливать, остановить σταματώ \останавливаться 1) σταματώ, στέκομαι· часы остановились το ρολόι σταμάτησε 2) (в гостинице) μένω, καταλύω
    * * *
    = остановить

    Русско-греческий словарь > останавливать

  • 4 останавливаться

    1) σταματώ, στέκομαι

    часы́ останови́лись — το ρολόι σταμάτησε

    2) ( в гостинице) μένω, καταλύω

    Русско-греческий словарь > останавливаться

  • 5 ниспровергать

    ниспровергать
    несов, ниспровергнуть сов ἀνατρέπω, καταλύω, ἐκθρονίζω.

    Русско-новогреческий словарь > ниспровергать

  • 6 низвергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. низверг
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низверженный, βρ: -жен, -а, -о
    κ..низвергнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω, κατακρημνίζω•

    низвергнуть камни с горы κατρακυλώ πέτρες από το βουνό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ, ανατρέπω•

    -власть ανατρέπω την εξουσία•

    низвергнуть правительство ανατρέπω την κυβέρνηση•

    низвергнуть короля εκθρονίζω το βασιλιά.

    γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι, πέφτω, καταρρίπτομαι•

    низвергнуть в пропасть πέφτω στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > низвергнуть

  • 7 низринуть

    ρ.σ. (γραπ. λόγος) ρίχνω χάμω, γκρεμίζω, κατακρημνίζω. καταρρίπτω. || μτφ. καταλύω, καταργώ, ανατρέπω. || φέρω, οδηγώ (σε μια κατάσταση).
    ρίχνομαι, πέφτω κάτω, χάμω.

    Большой русско-греческий словарь > низринуть

  • 8 ниспровергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. ниспроверг
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нисщговрженный, βρ: -жен, -а, -о κ. ниспровергнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    ураган -врг всё η θύελλα τα γκρέμισε όλα.

    || μτφ. ανατρέπω, καταλύω, καταργώ εκθρονίζω. || μτφ. ρίχνω, αφαιρώ•

    ниспровергнуть авторитет ρίχνω το κύρος, αφαιρώ το φωτοστέφανο.

    Большой русско-греческий словарь > ниспровергнуть

  • 9 опрокинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω αναστρέφω•

    опрокинуть стол αναποδογυρίζω το τραπέζι•

    опрокинуть ведро ανατρέπω τον κουβά•

    волной -ло лодку το κύμα ανέτρεψε τη βάρκα.

    || βάζω τρικλοποδιά, ρίχνω κάτω. || πίνω, κατεβάζω•

    -по рюмочке κατεβάζω από ένα ποτηράκι.

    || στρατ, ανατρέπω•

    наши пехотинцы -ли неприятеля το πεζικό μας ανέτρεψε τον εχθρό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ.
    1. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι αναστρέφομαι.
    2. (στρατ.)
    επιπίπτω, επιτίθεμαι, εφορμώ.
    3. μτφ. επιτίθεμαι (με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > опрокинуть

  • 10 остановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ•

    остановить лошадь σταματώ το άλογο•

    остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•

    остановить машину σταματώ τη μηχανή.

    2. διακόπτω•

    остановить игру σταματώ το παιγνίδι•

    -ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.

    || αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•

    остановить работы σταματώ τις εργασίες.

    3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•

    остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.

    || συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.
    1. σταματώ•

    часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.

    || καταλύω•

    он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.

    2. διακόπτομαι•

    работа -лась η δουλειά σταμάτησε.

    3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.
    4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.
    εκφρ.
    ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος.

    Большой русско-греческий словарь > остановить

  • 11 пристать

    ρ.σ.
    1. (επι)κολλώ•

    грязь -ла к одежде η λάσπη κόλλησε στα ρούχα.

    2. μολύνομαι• αρπάζω•

    к нему -ла малярия αυτός κόλλησε ελονοσία.

    3. ενοχλώ, σκοτίζω. || γίνομαι φόρτωμα, φορτικός, κολλώ.
    4. συνδέομαι, προσχωρώ, συνασπίζομαι.
    5. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, αράζω.
    6. καταλύω, ξενιζομαι.
    7. (απρόσ.) αξίζω, αρμόζω, ταιριάζω, πρέπω•

    тебе не -ло заниматься такими разговорами δεν αρμόζει σε σένα να ασχολήσαι με τέτοιες κουβέντες.

    || με πάει, μου πηγαίνει, με φέρνει καλά, μου ταιριάζει.
    8. κουράζομαι, αποσταινω•

    Большой русско-греческий словарь > пристать

  • 12 приткнуть

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. καρφιτσώνω•

    бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.

    2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•

    -и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.

    3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.
    1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.
    2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приткнуть

  • 13 свергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сверг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свергнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω.
    2. μτφ. ανατρέπω, εκθρονίζω• καταλύω• σπάζω τα δεσμά•

    русский народ -ул царское самодержавие ο ρωσικός λαός κατέλυσε την τσαρική απολυταρχία•

    свергнуть колониальный режим αποτινάζω το αποικιαπ,ό καθεστώς•

    свергнуть короля εκθρονίζω το βασιλιά.

    εκφρ.
    свергнуть бремя – αποτινάζω το βάρος•
    свергнуть иго – αποτινάζω το ζυγό (τη σκλαβιά)•
    свергнуть оковы – σπάτα δεσμά.
    παλ. πέφτω, καταπίπτω, γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свергнуть

  • 14 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 15 уничтожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о.
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω•, уничтожить насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλαβερά έντομα•

    уничтожить крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους•

    уничтожить врага εξοντώνω τον εχθρό.

    || καταργώ• διαλύω• καταστέλλω• εξαλείφω• καταλύω•

    турки -ли византийскую империю οι Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία•

    уничтожить безработицу εξαλείφω την ανεργία•

    уничтожить мятеж καταστέλλω την εξέγερση.

    || ακυρώνω•

    уничтожить закон καταργώ νόμο•

    уничтожить обычай καταργώ συνήθεια (έθιμο).

    || μτφ. διαλύω•

    уничтожить последнюю надежду διαλύω και την τελευταία ελπίδα•

    уничтожить все сомнения διαλύω όλες τις αμφιβολίες.

    2. καταπίνω• καταβροχθίζω.
    3. μτφ. εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω• συντρίβω.
    1. καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уничтожить

  • 16 упразднить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упразднённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    καταργώ• ακυρώνω• καταλύω•

    упразднить закон καταργώ νόμο.

    καταργούμαι, ακυρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > упразднить

См. также в других словарях:

  • καταλύω — put down pres subj act 1st sg (epic) καταλύω put down pres ind act 1st sg (epic) καταλύ̱ω , καταλύω put down pres subj act 1st sg καταλύ̱ω , καταλύω put down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύω — καταλύω, κατέλυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 …   Dictionary of Greek

  • καταλύω — κατέλυσα και κατάλυσα, καταλύθηκα, καταλυμένος 1. αφανίζω, καταστρέφω: Ο Θρασύβουλος κατέλυσε την τυραννία των Τριάκοντα. 2. διαμένω προσωρινά: Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας κατέλυσε στο ξενοδοχείο Χίλτον. 3. σταθμεύω για ανάπαυση ή διανυχτέρευση:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλύῃ — καταλύω put down aor subj pass 2nd sg (epic) καταλύω put down pres subj mp 2nd sg (epic) καταλύω put down pres ind mp 2nd sg (epic) καταλύω put down pres subj act 3rd sg (epic) καταλύ̱ῃ , καταλύω put down pres subj mp 2nd sg καταλύ̱ῃ , καταλύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύετε — καταλύω put down pres imperat act 2nd pl (epic) καταλύω put down pres ind act 2nd pl (epic) καταλύ̱ετε , καταλύω put down pres imperat act 2nd pl καταλύ̱ετε , καταλύω put down pres ind act 2nd pl καταλύω put down imperf ind act 2nd pl (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλύησθε — καταλύω put down aor subj pass 2nd pl (epic) καταλύω put down pres subj mp 2nd pl (epic) καταλύω put down pres subj act 2nd pl (epic) καταλύ̱ησθε , καταλύω put down pres subj mp 2nd pl καταλύ̱ησθε , καταλύω put down pres subj act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυομένων — καταλύω put down pres part mp fem gen pl (epic) καταλύω put down pres part mp masc/neut gen pl (epic) καταλῡομένων , καταλύω put down pres part mp fem gen pl καταλῡομένων , καταλύω put down pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυόμεθα — καταλύω put down pres ind mp 1st pl (epic) καταλῡόμεθα , καταλύω put down pres ind mp 1st pl καταλύω put down imperf ind mp 1st pl (epic) καταλῡόμεθα , καταλύω put down imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυόμενον — καταλύω put down pres part mp masc acc sg (epic) καταλύω put down pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic) καταλῡόμενον , καταλύω put down pres part mp masc acc sg καταλῡόμενον , καταλύω put down pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυόντων — καταλύω put down pres part act masc/neut gen pl (epic) καταλύω put down pres imperat act 3rd pl (epic) καταλῡόντων , καταλύω put down pres part act masc/neut gen pl καταλῡόντων , καταλύω put down pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»