-
1 καταγνυμι
(aor. κατέαξα, pf. κατέᾱγα, ион. part. κατεηγώς, inf. καταγνύναι с ῠ; pass.: praes. κατάγνῠμαι, fut. καταχθήσομαι, aor. 2 κατεάγην, pf. κατέαγμαι, part. καταχθείς, part. aor. 2 καταγείς, opt. κατᾱγείην)1) ломать, разбивать(τὸ ἔγχος Hom.; τέν λύραν Plat.; τὰς ναῦς Thuc.; κάλαμον NT.)
δόρατα ἐτύγχανε κατεηγότα Her. — копья сломались;2) надламывать, подрывать, ослаблять(πατρίδα Eur.; τὰς ψυχάς Xen.)
ἥ κατεαγυῖαμουσική Sext. — изломанная, т.е. упадочная музыка -
2 κατάγνυμι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάγνυμι
-
3 κατάγνυμι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάγνυμι
-
4 κατάγνυμι
ломать, разбивать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάγνυμι
-
5 κατάγνυμι
-
6 καταγεις
-
7 καταγνυω
-
8 κατεαγα
-
9 κατεαγην
-
10 κατεαξα
-
11 κατηξα
-
12 καυαξαις
-
13 επικαταγνυμι
-
14 κατακτος
-
15 περικαταγνυμι
обламыватьπερικατᾶξαι τὸ ξύλον τύπτοντά τινα Arph. — обломать дубину о кого-л.
-
16 2608
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2608
См. также в других словарях:
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
κατεηγότα — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act neut nom/voc/acc pl (ionic) κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέηγε — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf imperat act 2nd sg (ionic) κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέηγεν — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf ind act 3rd sg (ionic) κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεηγός — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεηγόσι — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc/neut dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεηγότος — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεηγότων — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεᾶχθαι — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατᾶξαι — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυάξαις — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor opt act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)