-
1 κατεαγα
-
2 καταγνυμι
(aor. κατέαξα, pf. κατέᾱγα, ион. part. κατεηγώς, inf. καταγνύναι с ῠ; pass.: praes. κατάγνῠμαι, fut. καταχθήσομαι, aor. 2 κατεάγην, pf. κατέαγμαι, part. καταχθείς, part. aor. 2 καταγείς, opt. κατᾱγείην)1) ломать, разбивать(τὸ ἔγχος Hom.; τέν λύραν Plat.; τὰς ναῦς Thuc.; κάλαμον NT.)
δόρατα ἐτύγχανε κατεηγότα Her. — копья сломались;2) надламывать, подрывать, ослаблять(πατρίδα Eur.; τὰς ψυχάς Xen.)
ἥ κατεαγυῖαμουσική Sext. — изломанная, т.е. упадочная музыка
См. также в других словарях:
κατέαγα — κατέᾱγα , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)