1 επικαταγνυμι
(ἐπικαταγνύμενα ᾠά Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > επικαταγνυμι
επικατάσσω — ἐπικατάσσω (Α) μτγν. τ. τού επικατάγνυμι … Dictionary of Greek