-
1 καπέλο
[капэлло] ουσ. о. шляпа, шапка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καπέλο
-
2 шапка
-
3 шляпа
шляпа ж το καπέλο; надеть (снять) \шляпау βάζω (βγάζω) το καπέλο μου* * *жτο καπέλοнаде́ть (снять) шля́пу — βάζω (βγάζω) το καπέλο μου
-
4 головной
головной I): \головной убор το καπέλο \головнойая боль о κεφαλό" πόνος, о πονοκέφαλος 2): \головной вагон το μπροστινό βαγόνι* * *1)головно́й убо́р — το καπέλο
головна́я боль — ο κεφαλόπονος, ο πονοκέφαλος
2)головно́й ваго́н — το μπροστινό βαγόνι
-
5 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
6 убор
-
7 нахлобучить
-чу, -чишьρ.σ.μ. φορώ το καπέλο χαμηλά στο μέτωπο ή ως τά αυτιά.(για καπέλο) φοριέμαι χαμηλά. -
8 фуражка
-и θ.фуражкаи καπέλο, πηλήκιο•фуражка школьника το μαθητικό καπέλο•
солдатская фуражка στρατιωτικό πηλήκιο.
-
9 шапка
1. маш. η κεφαλή 2 полигр. η επικεφαλίδα (εφημερίδας, περιοδικού) 3. (головной убор) о πίλος, разг. το καπέλο(вязаная) о σκούφος, η σκούφιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шапка
-
10 шапка
[σάπκα] ουσ. θ. καπέλο -
11 шлипа
[σλγιάπα] ουσ. θ. καπέλο -
12 hat matrix
French\ \ matrice de chapeauGerman\ \ Hat-MatrixDutch\ \ hat matrixItalian\ \ tabella del cappelloSpanish\ \ matriz del sombreroCatalan\ \ matriu "barret"Portuguese\ \ matriz chapéu; matriz de projecção; matriz de projeção (bra); matriz de prediçãoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ hattmatrisGreek\ \ πίνακας καπέλοFinnish\ \ ennustematriisi (ks. regressioanalyysi)Hungarian\ \ -Turkish\ \ şapka matrisiEstonian\ \ katusemaatriksLithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ rodzaj macierzy występujący w modelach regresjiRussian\ \ матрица проекции на пространство регрессоровUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ ماتريس کلاهدارArabic\ \ مصفوفة القبعةAfrikaans\ \ kappiematriksChinese\ \ 帽 矩 阵Korean\ \ 해트 행렬, 모자행렬 -
13 шапка
[σάπκα] ουσ θ καπέλο -
14 шлипа
[σλγιάπα] ουσ θ καπέλο -
15 заломить
-омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заломленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. σπάζω, τσακίζω•заломить ветку σπάζω το κλαδάκι.
2. ζητώ ακριβά (υψηλή τιμή),3. αρχίζω να σπάζω.εκφρ.заломить руки – λυγίζω τα χέρια πίσω•шапку – βάζω το καπέλο στραβά ή πίσω. -
16 зюйдвестка
-и θ.αδιάβροχος επενδύτης ή καπέλο. -
17 картуз
-а α.καπέλο με γείσο. || (παλ.) χαρτοσακκούλα• χαρτοπακέτο. || (στρατ.) μπαρουτοσακκούλα. -
18 каскетка
-и θ.κασκέτο, καπέλο. -
19 кепка
-и θ.βλ. кепи, καπέλο., -
20 кичка
-и θ.παλαιό ρωσικό γυναικείο καπέλο.
См. также в других словарях:
καπέλο — το (λ. ιταλ.) 1. κάλυμμα του κεφαλιού: Δε φορούσε καπέλο, όταν τον είδα. 2. σκέπασμα καπνοδόχου: Τραβάει το τζάκι, γιατί έχει καπέλο το φουγάρο του. 3. παράνομη επιβάρυνση της αξίας εμπορεύματος: Η τιμή των ψαριών ήταν 20 ευρώ, αλλά τα αγόρασε 22 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπέλο — το 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, πίλος 2. αύξηση τής τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία 3. φρ. «τού βγάζω το καπέλο» τόν αναγνωρίζω ως καλύτερο, τόν σέβομαι και τόν εκτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello] … Dictionary of Greek
Καπέλο, Μπιάνκα — (Bianca Cappello ή Capello, 1548 – 1587). Μεγάλη δούκισσα της Τοσκάνης, που καταγόταν από τη βενετική οικογένεια Γκριμάνι Καπέλο. Ήταν πνευματώδης και γοητευτική, έζησε περιπετειώδη ζωή και κατέστρωσε πολλές ραδιουργίες. Σε πολύ νεαρή ηλικία… … Dictionary of Greek
καπελώνω — [καπέλο] 1. καλύπτω το κεφάλι κάποιου με καπέλο 2. χτυπώ στο κεφάλι κάποιον που φορά καπέλο 3. αποσιωπώ, αποκρύπτω 4. επιβάλλω τη γνώμη μου 5. κηδεμονεύω … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Λαμπίς, Εζέν — (Eugène Marin Labiche, Παρίσι 1815 – 1888). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Καταγόταν από οικογένεια Παρισινών εμπόρων και σπούδασε στο κολέγιο Μπουρμπόν. Όταν αποφοίτησε, πραγματοποίησε το πατροπαράδοτο φοιτητικό ταξίδι της εποχής,… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
καπέλωμα — το [καπελώνω] 1. η κάλυψη με καπέλο 2. το χτύπημα στο κεφάλι κάποιου που φοράει καπέλο 3. η αποσιώπηση, η απόκρυψη 4. η επιβολή γνώμης 5. (στην πολιτική) η κηδεμόνευση («θέλει να καπελώσει όλες τις οργανώσεις») … Dictionary of Greek
καπελιά — η [καπέλο] 1. χτύπημα με την παλάμη στο κεφάλι κάποιου που φοράει καπέλο 2. φρ. «παίζουν τις καπελιές μεταξύ τους» είναι πολύ οικείοι … Dictionary of Greek
κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… … Dictionary of Greek