Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καθ-

  • 61 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 62 дорогой

    επίρ.
    καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•

    дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.

    επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.
    1. ακριβός, πολύτιμος•

    дорогой мех ακριβή γούνα•

    ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•

    каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.

    2. προσφιλής, αγαπητός•

    мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.

    εκφρ.
    - гой ценой – ακριβά•
    заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά.

    Большой русско-греческий словарь > дорогой

  • 63 затихнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. затих, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. σιωπώ, σωπαίνω, σιγώ, παύω:• -ли шаги прохожих σταμάτησαν (ν’ ακούονται) τα βήματα των διαβατών•

    голоса -ли οι φωνές σώπασαν,

    2. (καθ)ησυχάζω• καλμάρω, κοπάζω, μαλακώνω•

    ветер -их ο άνεμος κόπασε•

    -ли страсти καθησύχασαν τα πάθη.

    Большой русско-греческий словарь > затихнуть

  • 64 наподобие

    πρόθ. με γεν. σαν, ωσάν, παρόμοια, καθ ομοίωση.

    Большой русско-греческий словарь > наподобие

  • 65 норма

    θ.
    καθιερωμένο όριο. || κανόνας, αρχή•

    -ы поведения κανόνες συμπεριφοράς•

    выйти из норм παραβιάζω τους κανόνες.

    || το κανονικό, ο μέσος όρος•

    норма выпадения осадков το μέσον ύψος της βροχής.

    || το (καθ)ορισμένο ποσό•

    норма прибыли καθορισμένο ποσό κέρδους.

    εκφρ.
    войти (прийти) в -у – μπαίνω στονκανονικό ρυθμό (ή κατάσταση).

    Большой русско-греческий словарь > норма

  • 66 огулом

    επίρ.
    1. (απλ.) όλοι μαζί ή αντάμα, ομαδόν, αθρόως.
    2. συλλήβδην, όλοι αδιακρίτως, σύμπας, σύμπαντες.
    3. παλ. ολοκληρωτικά, εξ ολοκλήρου, καθ ολοκληρίαν χοντρικά.

    Большой русско-греческий словарь > огулом

  • 67 осадок

    -дка α.
    1. καθ ίζημα, υποστάθμη, α-ποκαθίδι, κατακάθι•

    осадок вина οινολάσπη, τρυγία, κρασόλασπη•

    осадок масла αμόργη, μούργα•

    -жира η ζούρα•

    осадок кофе καθίζημα καφέ, ντελβές•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    2. μτφ. δυσθυμία, βάρος, βαρυθυμιά,
    3. ιζηματογενές πέτρωμα.
    4. πλθ. -и βροχοπτώσεις•

    -и в виде дождя и снега βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις•

    выпадение -ков βροχοπτώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > осадок

  • 68 очередной

    επ.
    1. άμεσος, επείγων•

    -ые задачи τα άμεσα καθήκοντα.

    || τακτός, κανονικός, (καθ)ορισμένος.
    2. εκτελών υπηρεσία με τη σειρά.
    3. περιοδικός• συνήθης, συνηθισμένος.
    4. τακτικός•

    очередной съезд τακτικό συνέδριο.

    Большой русско-греческий словарь > очередной

  • 69 перекипеть

    -шей, -пишь
    ρ.σ.
    1. παραβράζω.
    2. μτφ. παραθυμώνω, παροργίζομαι. || (για αισθήματα)• περνώ, σβήνω, (καθ)ησυχάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перекипеть

  • 70 писать

    пишу, пишешь, μτχ. ενστ. пишущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. писанный, βρ: -сан, -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει
    ρ.δ.μ. κ. αμ.
    1. γράφω•

    писать буквы γράφω γράμματα•

    писать цифры γράφω αριθμούς•

    писать неразборчиво γράφω δυσανάγνωστα•

    писать мелом γράφω με κιμωλία•

    писать чернилами γράφω με μελάνη•

    перо не -ет η πένα δε γράφει•

    писать заявление γράφω αίτηση•

    писать под диктовку γράφω καθ υπαγόρευση.

    || συγγράφω•

    -рассказы γράφω διηγήματα.

    || συνθέτω•

    писать оперу γράφω μελόδραμα.

    2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ εγγράφως•

    газеты -ут о варварствах оккупантов οι εφημερίδες γράφουν για τις βαρβαρότητες των καταχτητών.

    3. ζωγραφίζω•

    картину ζωγραφίζω πίνακα•

    писать с натуры ζωγραφίζω εκ του φυσικού.

    || παρασταίνω.
    εκφρ.
    писать вензеля (вавилоны) – παραπαίω, τρικλίζω, ταλαντεύομαι (για μεθυσμένο).
    γράφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > писать

  • 71 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 72 повоевать

    -воюю, -воюешь
    ρ.σ.
    1. μάχομαι, πολεμώ (για ένα χρον. διάστημα).
    2. μ. (παλ, κ. διαλκ.)• (καθ)υποτάσσω, υποδουλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > повоевать

  • 73 подобрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подобранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о.
    1. περισυλλέγω, περιμαζεύω, συμμαζεύω παίρνω• σηκώνω•

    подобрать раненых с поля сражения περισυλλέγω τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης.

    || παίρνω μαζί μου (κάτι παρατημένο, πεταμένο). || παίρνω μαζί μου καθ οδόν (οδο ιπόρο κ.ι;τ.).
    2. παίρνω κρύβω συμμαζεύω•

    подобрать ноги συμμαζεύω τα πόδια.

    || τραβώ, σφίγγω προς τα μέσα•

    подобрать губы σουφρώνω τα χείλη.

    || τεντώνω•

    -вожжи σφίγγω (τραβώ) τα χαλινά.

    3. αναδιπλώνω, ανασηκώνω, μαζεύω.
    4. διαλέγω επιλέγω•

    подобрать костюм διαλέγω κοστούμι•

    подобрать клеи к замку διαλέγω κλειδί (που να ταιριάζει) για την κλείδων ιά.

    || συγκεντρώνω (το απαιτούμενο)•

    подобрать все материалы συγκεντρώνω όλα τα υλικά.

    1. διαλέγομαι, επιλέγομαι γίνομαι, σχηματίζομαι•

    коллекция -лась постепенно η συλλογή έγινε βαθμηδόν.

    2. κρυφοπλησιάζω.
    3. χώνομαι, μπαίνω, εισέρχομαι.
    4. σοβαροποιού-μαι, κορδώνομαι.
    5. συστέλλομαι, μαζεύομαι, κουβαριάζομαι.
    6. (απλ.) τελειώνω•

    мука у хозяйки уж вся -лась όλο το αλεύρι της νοικοκυράς τελείωσε πια.

    Большой русско-греческий словарь > подобрать

  • 74 подозрение

    ουδ.
    υποψία, υπόνοια•

    неосновательное подозрение αβάσιμη (αδικαιολόγητη) υποψία•

    -я не оправдались οι υποψίες δεν επαληθεύτηκαν•

    по -ю καθ υποψία•

    быть под -ем ή на -ии είμαι ύποπτος.

    Большой русско-греческий словарь > подозрение

  • 75 подстава

    θ. παλ. αλλαγή αλόγων καθ οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > подстава

  • 76 подчинение

    ουδ.
    1. υποταγή•

    держать в -и κρατώ σε υποταγή•

    подчинение закону υποταγή στο νόμο•

    подчинение меньшинства большинству υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία.

    2. (γραμμ.) υπόταξη•

    связь предложений по способу сочинения и -я σύνδεση των προτάσεων κατά παράταξη και καθ υπόταξη.

    Большой русско-греческий словарь > подчинение

  • 77 походя

    επιρ. βαδίζοντας, στο βάδισμα, κατά το βάδισμα, καθ οδόν. || στο μεταξύ, μεταξύ άλλων με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > походя

  • 78 признак

    α.
    σημάδι, σημείο• ένδειξη, γνώρισμα•

    по всем -ам καθ όλα τα σημάδια•

    основной признак το κύριο γνώρισμα.

    || σύμπτωμα•

    признак -и болезни συμπτώματα αρρώστειας.

    || ίχνος, αχνάρι•

    он не подат -ов жизни αυτός δε δείχνει σημεία ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > признак

  • 79 признание

    ουδ.
    1. αναγνώριση, παραδοχή• ομολογία•

    признание де-факто, де-юре αναγνώριση ντε φάκτο, ντε γιούρε•

    пользоваться всеобщим -ем απόλαβαίνω γενικής αναγνώρίσης(αναγνωρίζομαι απ όλους γενικά)•

    по общему -го κατά τη γενική ομολογία•

    по собственному -ю καθ ομολογίαν του.

    || εκδήλωση, φανέρωση, εξομολόγηση•

    признание в лгобви εξομολόγηση αγάπης.

    2. απόφανση, κρίση• καθορισμός.

    Большой русско-греческий словарь > признание

  • 80 примета

    θ.
    1. σημείο, σημάδι, ένδειξη, διακριτικό γνώρισμα•

    особые -ы ιδιαίτερα διακριτικά•

    по всем -ам καθ όλες τις ενδείξεις•

    описание -мет περιγραφή χαρακτηριστικών.

    2. οιωνός, σημάδι•

    хорошая примета καλός οιωνός•

    дурная примета κακός οιωνός.

    || καιρικό σημάδι σύμπτωση.
    εκφρ.
    иметь на -е – αποσκοπώ, αποβλέπω βάζω στο μάτι•
    быть на -е – είμαι σεσημασμένος, σημαδιασμένος, σημαδιακός.

    Большой русско-греческий словарь > примета

См. также в других словарях:

  • καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

  • ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …   Православная энциклопедия

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… …   Wikipedia

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»