Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καθ-

  • 41 себя

    себя
    (себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:
    брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα

    Русско-новогреческий словарь > себя

  • 42 совсем

    совсем
    нареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:
    \совсем близко πολύ κοντά· \совсем напротив κατάντικρυ· \совсем готов καθ' ὅλα ἐτοιμος, ὁλότελα ἐτοιμος· \совсем новый костюм ἐντελώς καινούργιο κοστούμι:
    это \совсем не так κάθε ἄλλο· я его́ \совсем не знаю δέν τόν γνωρίζω καθόλου· он \совсем уехал, ушел (навсегда) ἔφυγε ὁριστικά, ἐφυγε γιά πάντα

    Русско-новогреческий словарь > совсем

  • 43 таковой

    таков||ой
    мест· уст., канц. τοιοῦτος, τέτοιος:
    как \таковой αὐτός καθ' ἐαυτός· если \таковойые имеются ἐάν ὑπάρχουν τέτοιοι (τέτοιες, τέτοια).

    Русско-новогреческий словарь > таковой

  • 44 all (the) year round

    (throughout the whole year: The weather is so good here that we can swim all (the) year round.) καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ολοχρονίς

    English-Greek dictionary > all (the) year round

  • 45 all (the) year round

    (throughout the whole year: The weather is so good here that we can swim all (the) year round.) καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ολοχρονίς

    English-Greek dictionary > all (the) year round

  • 46 appoint

    [ə'point]
    1) (to give (a person) a job or position: They appointed him manager; They have appointed a new manager.) διορίζω
    2) (to fix or agree on (a time for something): to appoint a time for a meeting.) (καθ)ορίζω
    - appointment

    English-Greek dictionary > appoint

  • 47 be/get on one's way

    (to start or continue a walk, journey etc: Well, thanks for the cup of tea, but I must be on my way now.) ξεκινώ /είμαι καθ' οδόν

    English-Greek dictionary > be/get on one's way

  • 48 designate

    ['deziɡneit] 1. verb
    1) (to call or name: It was designated a conservation area.) (καθ)ορίζω
    2) (to point out or identify: He has been designated our next Prime Minister.) (δι)ορίζω
    2. adjective
    ((placed immediately after noun) appointed to an office etc but not yet having begun it: the ambassador designate.) διορισμένος
    - designated driver

    English-Greek dictionary > designate

  • 49 global

    adjective (affecting the whole world: War is now a global problem.) σφαιρικός, (καθ)ολικός, παγκόσμιος

    English-Greek dictionary > global

  • 50 habitual

    [hə'bitjuəl]
    1) (having a habit of doing, being etc (something): He's a habitual drunkard.) συστηματικός,καθ'έξιν
    2) (done etc regularly: He took his habitual walk before bed.) συνηθισμένος

    English-Greek dictionary > habitual

  • 51 prescribe

    (to advise or order (the use of): My doctor prescribed some pills for my cold; Here is a list of books prescribed by the examiners for the exam.) υποδεικνύω,(καθ)ορίζω,διάταζω

    English-Greek dictionary > prescribe

  • 52 shepherd

    ['ʃepəd] 1. feminine - shepherdess; noun
    (a person who looks after sheep: The shepherd and his dog gathered in the sheep.) βοσκός/ βοσκοπούλα
    2. verb
    ((often with around, in, out etc) to guide or lead carefully: He shepherded me through a maze of corridors.) (καθ)οδηγώ

    English-Greek dictionary > shepherd

  • 53 show

    [ʃəu] 1. past tense - showed; verb
    1) (to allow or cause to be seen: Show me your new dress; Please show your membership card when you come to the club; His work is showing signs of improvement.) δείχνω
    2) (to be able to be seen: The tear in your dress hardly shows; a faint light showing through the curtains.) φαίνομαι
    3) (to offer or display, or to be offered or displayed, for the public to look at: Which picture is showing at the cinema?; They are showing a new film; His paintings are being shown at the art gallery.) παρουσιάζω,προβάλλω,εκθέτω
    4) (to point out or point to: He showed me the road to take; Show me the man you saw yesterday.) δείχνω
    5) ((often with (a)round) to guide or conduct: Please show this lady to the door; They showed him (a)round (the factory).) (καθ)οδηγώ,συνοδεύω,γυρίζω
    6) (to demonstrate to: Will you show me how to do it?; He showed me a clever trick.) δείχνω,επιδεικνύω
    7) (to prove: That just shows / goes to show how stupid he is.) αποδεικνύω
    8) (to give or offer (someone) kindness etc: He showed him no mercy.) δείχνω
    2. noun
    1) (an entertainment, public exhibition, performance etc: a horse-show; a flower show; the new show at the theatre; a TV show.) θέαμα,παράσταση,ψυχαγωγικό πρόγραμμα,έκθεση
    2) (a display or act of showing: a show of strength.) επίδειξη
    3) (an act of pretending to be, do etc (something): He made a show of working, but he wasn't really concentrating.) προσποίηση
    4) (appearance, impression: They just did it for show, in order to make themselves seem more important than they are.) φιγούρα,δημιουργία εντυπώσεων
    5) (an effort or attempt: He put up a good show in the chess competition.) προσπάθεια,εμφάνιση
    - showiness
    - show-business
    - showcase
    - showdown
    - showground
    - show-jumping
    - showman
    - showroom
    - give the show away
    - good show!
    - on show
    - show off
    - show up

    English-Greek dictionary > show

  • 54 usher

    1. feminine - usherette; noun
    (a person who shows people to their seats in a theatre etc.) ταξιθέτης
    2. verb
    (to lead, escort: The waiter ushered him to a table.) (καθ)οδηγώ

    English-Greek dictionary > usher

  • 55 вещь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. πράγμα, αντικείμενο•

    необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•

    домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.

    || ενδύματα, ιματισμός•

    положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.

    2. έργο, δημιούργημα•

    художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.

    3. γεγονός, κατάσταση•

    ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•

    странная вещь παράξενο πράγμα.

    4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•

    существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•

    -и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.

    Большой русско-греческий словарь > вещь

  • 56 вовсе

    επίρ.
    ολότελα, εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, καθ’ ολοκληρία•

    не нужен εντελώς άχρηστος•

    вовсе пропал εντελώς αχρηστεύτηκε•

    вовсе не (нет) καθόλου, διόλου.

    Большой русско-греческий словарь > вовсе

  • 57 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 58 вроде

    πρόθ.
    1. σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ’ ομοίωση•

    пальто вроде моего πανωφόρι σαν το δικό μου.

    2. ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    он вроде заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.

    εκφρ.
    вроде как ή быβλ. ανωτ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > вроде

  • 59 диктат

    α.
    πολιτική καθ' υπαγόρευση.

    Большой русско-греческий словарь > диктат

  • 60 доподлинный

    επ.
    αληθινός, γνήσιος, πραγματικός, καθ' εαυτού, βέβαιος, ακριβής.

    Большой русско-греческий словарь > доподлинный

См. также в других словарях:

  • καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

  • ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …   Православная энциклопедия

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… …   Wikipedia

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»