-
1 κάθισμα
[катизма] ουσ. о. сиденье, стул,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάθισμα
-
2 стул
стулм1. ἡ καρέκλα, τό κάθισμα:мягкий \стул τό μαλακό κάθισμα· соломенный \стул ἡ ψάθινη καρέκλα· складной \стул τό πτυκτό κάθισμα, ὁ ὀκλαδίας·2. мед. ἡ κένωσις· ◊ сидеть между двух \стульев κάθομαι ἀνάμεσα σέ δυό καθίσματα. -
3 стул
-а α. πλθ. стулья, -ьев α.1. κάθισμα, εδώλιο• καρέκλα•складной стул πτυσσόμενο κάθισμα•
подать стул προσφέρω κάθισμα•
соломенный стул ψάθινη καρέκλα.
|| θέση, θώκος•министерский стул υπουργική θέση, υπουργικός θώκος.
2. υποστάτης, υποστήριγμα (οργάνου, συσκευής κ.τ.τ.).3. μόνο ενκ. (ιατρ.) άφοδος.εκφρ.электрический стул – ηλεκτρική καρέκλα•сидеть между двух -ьев – συμμερίζομαι δυο διάφορες απόψεις. -
4 откидной
откидной: \откиднойое сиденье το ανατρεπόμενο (или συμπληρωματικό) κάθισμα* * *откидно́е сиде́нье — το ανατρεπόμενο ( или συμπληρωματικό) κάθισμα
-
5 сидение
-
6 кресло
креслос ἡ πολυθρόνα, τό κάθισμα:плетеное \кресло τό πλεχτό κάθισμα. -
7 приседание
приседаниес1. τό κάθισμα, τό ἀνα-κάθισμα / спорт. τό ήμικάθισμα·2. (реверанс) уст. ἡ ὑπόκλιση. -
8 сиденье
сиденьес τό κάθισμα, ἡ θέση:\сиденье сту́-ла ὁ πάτος τής καρέκλας· заднее \сиденье ἡ πίσω θέση· мягкое \сиденье τό μοιλακό κάθισμα. -
9 проседание
-я ουδ.καθίζηση, βούλιαγμα, κάθισμα•проседание пола το κάθισμα του πατώματος.
-
10 место
1. (пространство, местность) о τόπος, το μέρος, ο χώρος 2. (пункт, пространство) το σημείο, το μέρος, ο χώρος, ο τόπος, η θέση. видимое астр. - ορατό -геометрическое - точек прикосновения η γεωμετρική θέση των σημείων επαφήςдействительное (нвг.) - πραγματικό -истинное астр. - πραγματικό -посадочное (маш.мех.) - εφαρμογήςсидячее (трансп.) - το κάθισμαспальное - мор. η κλίνηсреднее - астр. μέσο -3. (отдельная часть багажа, груза) η θέση 4. (положение, должность, служба, вакансия) η θέση, το πόστο 5. мед.детское - о πλακούς, ο πλακούνταςτο ύστερο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > место
-
11 сиденье
το κάθισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сиденье
-
12 стул
1. (род мебели) η καρέκλα, το κάθισμα 2. мед. η κένωση, τα κόπρανα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стул
-
13 стул
мτο κάθισμα, η καρέκλα -
14 козлы
козлымн.1. (сиденье для кучера) τό κάθισμα τοῦ ἀμαξά·2. (подставка) ὁ ὑποστάτης, τό ὑποστήριγμα, τά κλινοπό-δαρα, τά στρίποδα· ◊ составить (поставить) ружья в \козлы σχηματίζω ὀπλοπυρα-μίδες. -
15 облучок
облучокм τό κάθισμα τοῦ ἀμαξηλάτη. -
16 оседание
оседа́||ниес ἡ καθίζηση [-ις], τό κατα-κάθισμα, ἡ ὑφίζηση [-ις]. -
17 отодвигать
отодвигатьнесов, отодвинуть сов1. παραμερίζω, μεταθέτω, μετακινώ / σπρώχνω πίσω (назад):\отодвигать стул παραμερίζω τό κάθισμα· \отодвигать засов ξεμανταλώνω·2. (отсрочивать) разг ἀναβάλλω:\отодвигать срок παρατείνω τήν προθεσμία· \отодвигать поездку на неделю ἀναβάλλω τό ταξίδι γιά μιαν ἐβδομάδα. -
18 приставной
приставн||ойприл προσθετός, συμπληρωματικός:\приставнойа́я лестница ἡ κινητή σκάλα· \приставной стул τό προσθετό κάθισμα. -
19 сидение
сидени||ес (действие) τό κάθισμα, τό καθισιό:места для \сидениея οἱ θέσεις· меня утомляет долгое \сидение· μέ κουράζει τό πολύ καθισιό. -
20 сидение
[σιντιένιιε] ουσ. ο. κάθισμα
См. также в других словарях:
κάθισμα — part on which one sits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… … Dictionary of Greek
κάθισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθίζω, ο τρόπος που κάθεται κάποιος: Τι προκλητικό κάθισμα είναι αυτό! 2. κατολίσθηση, βούλιαγμα: Αυτή η πολυκατοικία έπαθε ένα μικρό κάθισμα. 3. καρέκλα, θρανίο, σκαμνί κ.ά. Δεν υπάρχουν καθίσματα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
καθισμάτων — κάθισμα part on which one sits neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσμασι — κάθισμα part on which one sits neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσματα — κάθισμα part on which one sits neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσματι — κάθισμα part on which one sits neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσματος — κάθισμα part on which one sits neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek