Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάθισμα

  • 21 сидение

    [σιντιένιιε] ουσ ο κάθισμα

    Русско-эллинский словарь > сидение

  • 22 банка

    θ.
    1. δοχείο γυάλινο ή μεταλλικό, βάζο, κουτί•

    консервная банка κουτί κονσέρβας.

    2.πλθ. οι βεντούζες•

    ставить банка ρίχνω βεντούζες.

    εκφρ.
    лейденская банка – λαγδονική λάγινος.
    θ. σέλμα, πάγκος, τουράκι (κάθισμα κωπηλάτη).
    θ. σύρτη, αμμώδης ύφαλος.

    Большой русско-греческий словарь > банка

  • 23 вышка

    θ.
    1. πύργος• κορυφή.
    2. ικρίωμα• εξέδρα•

    наблюдательная вышка παρατηρητήριο•

    буровая вышка ικρίωμα γεώτρησης•

    судейская вышка το κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή•

    прыжок в воду с -и πήδημα στο νερό από την εξέδρα.

    Большой русско-греческий словарь > вышка

  • 24 доломать

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ., доломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    σπάζω εντελώς• τελειώνω το σπάσιμο.
    σπάζω τελείως, αποσπάζω•

    стул -лся το κάθισμα έσπασε εντελώς.

    Большой русско-греческий словарь > доломать

  • 25 кафизма

    θ. (εκκλσ.) κάθισμα (τροπάριο).

    Большой русско-греческий словарь > кафизма

  • 26 клеить

    клею, клеишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клеенный, ор; клеен, -а, -о
    ρ.δ. μ. κολλώ, συγκολλώ•

    клеить конверт κολλώ το φάκελλο•

    клеить стул κολλώ το κάθισμα.

    κολλώ•

    от смолы пальцы -ятся από το ρετσίνι κολλάν τα δάχτυλα.

    || μτφ. μπαίνω σε ρέγουλα, στρώνω•

    работа опить не -ится η δουλειά πάλι δε στρώνει•

    их разговор не -ится η κουβέντα τους δεν ταιριάζει•

    дело не -ится η υπόθεση δε συμβιβάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > клеить

  • 27 козлы

    -зел, -злам πλθ.
    1. ο δίφρος, το κάθισμα του αμαξά.
    2. κλινοδίποδα• καβαλέτα.
    3. υποστήριγμα (για πριόνισμα).
    εκφρ.
    составить ή поставить ружья (винтовки) в – σχηματίζω οπλοπυραμίδα.

    Большой русско-греческий словарь > козлы

  • 28 лететь

    лечу, летишь
    ρ.δ.
    1. πετώ, ίπταμαι•

    журавли -ят οι γερανοί πετούν•

    самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.

    2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•

    звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•

    искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.

    3. πέφτω•

    лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•

    -ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.

    4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
    5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•

    время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.

    6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).
    7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•

    акции -ят οι μετοχές πέφτουν.

    Большой русско-греческий словарь > лететь

  • 29 липка

    θ.
    φιλυρίτσα, φλαμουρίτσο.
    (διαλκ.) κάθισμα τσαγκάρη (από κούτσουρο).
    εκφρ.
    ободрать (облупить, обобрать) как -у – κατακλέβω, καταληστεύω.

    Большой русско-греческий словарь > липка

  • 30 непрочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. όχι γερός, μη σταθερός• αδύνατος, εύθραυστος ετοιμόρροπος•

    непрочный материал όχι γερό ύφασμα•

    -стул αδύνατο κάθισμα (έτοιμο να σπάσει).

    2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος, -βόλος, αβέβαιος.

    Большой русско-греческий словарь > непрочный

  • 31 неустойчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. ασταθής• αστέριωτος μη στερεός•

    неустойчивый стул μη στέριο κάθισμα.

    || ταλαντευόμενος•

    -ая походка μη σταθερό βάδισμα.

    2. μτφ. άστατος, αβέβαιος, ευμετάβλητος•

    -ая погода άστατος καιρός.

    || αδύνατος.
    εκφρ.
    - ое равновесие – ασταθής ισορροπία.

    Большой русско-греческий словарь > неустойчивый

  • 32 облучок

    -чка α. το κάθισμα του αμαξηλάτη.

    Большой русско-греческий словарь > облучок

  • 33 обсидеть

    -сижу, -сидишь, παθ. μτχ. πάρλα χρ. обсиженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ισιάζω, στρώνω με το διαρκές κάθισμα.
    συνηθίζω στο καθησιό ή στην παραμονή, διαμονή.

    Большой русско-греческий словарь > обсидеть

  • 34 осадка

    θ.
    1. καθίζηση, κάθισμα, υποχώρηση εδάφους.
    2. βύθισμα, εκτόπισμα πλοίου.

    Большой русско-греческий словарь > осадка

  • 35 отодвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•

    отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.

    || ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•

    отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.

    2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•

    отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•

    отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.

    1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,
    2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отодвинуть

  • 36 пересесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. пересел, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. κάθομαι•

    пересесть на другой стул κάθομαι σε άλλο κάθισμα•

    пересесть поближе κάθομαι πιο σιμά,

    2. περνώ από ένα σε άλλο, αλλάζω μέσο μεταφοράς•

    пересесть на другой вагон αλλάζω βαγόνι•

    пересесть с поезда на самолт από το τρένο κάθομαι στο αεροπλάνο.

    Большой русско-греческий словарь > пересесть

  • 37 подальше

    επίρ.
    μακρύτερα, πιο μακριά, πΊ,Ο πέρα, παρέκει•

    отодвинь подальше стул κάνε πιο πέρα το κάθισμα.

    Большой русско-греческий словарь > подальше

  • 38 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 39 пододвинуть

    ρ.σ.μ. μετακινώ κάτι λίγο, φέρνω κοντά, πλησιάζω•

    пододвинуть стул к столу μετακινώ λίγο το κάθισμα προς το τραπέζι.

    μετακινούμαι, έρχομαι, πηγαίνω κοντά, πλησιάζω•

    пододвинуть к окну πηγαίνω κοντά στο παραθύρι.

    Большой русско-греческий словарь > пододвинуть

  • 40 портшез

    α.
    φορητό κάθισμα.

    Большой русско-греческий словарь > портшез

См. также в других словарях:

  • κάθισμα — part on which one sits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… …   Dictionary of Greek

  • κάθισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθίζω, ο τρόπος που κάθεται κάποιος: Τι προκλητικό κάθισμα είναι αυτό! 2. κατολίσθηση, βούλιαγμα: Αυτή η πολυκατοικία έπαθε ένα μικρό κάθισμα. 3. καρέκλα, θρανίο, σκαμνί κ.ά. Δεν υπάρχουν καθίσματα για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • καθισμάτων — κάθισμα part on which one sits neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσμασι — κάθισμα part on which one sits neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσματα — κάθισμα part on which one sits neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσματι — κάθισμα part on which one sits neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσματος — κάθισμα part on which one sits neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»