-
21 сидение
[σιντιένιιε] ουσ ο κάθισμα -
22 банка
банка 1-и θ.1. δοχείο γυάλινο ή μεταλλικό, βάζο, κουτί•консервная банка κουτί κονσέρβας.
2. -и πλθ. οι βεντούζες•ставить банка ρίχνω βεντούζες.
εκφρ.лейденская банка – λαγδονική λάγινος.банка 2-и θ. σέλμα, πάγκος, τουράκι (κάθισμα κωπηλάτη).банка 3-и θ. σύρτη, αμμώδης ύφαλος. -
23 вышка
-и θ.1. πύργος• κορυφή.2. ικρίωμα• εξέδρα•наблюдательная вышка παρατηρητήριο•
буровая вышка ικρίωμα γεώτρησης•
судейская вышка το κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή•
прыжок в воду с -и πήδημα στο νερό από την εξέδρα.
-
24 доломать
παθ. μτχ. παρλθ. χρ., доломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ.μ.σπάζω εντελώς• τελειώνω το σπάσιμο.σπάζω τελείως, αποσπάζω•стул -лся το κάθισμα έσπασε εντελώς.
-
25 кафизма
-ы θ. (εκκλσ.) κάθισμα (τροπάριο). -
26 клеить
клею, клеишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клеенный, ор; клеен, -а, -оρ.δ. μ. κολλώ, συγκολλώ•клеить конверт κολλώ το φάκελλο•
клеить стул κολλώ το κάθισμα.
κολλώ•от смолы пальцы -ятся από το ρετσίνι κολλάν τα δάχτυλα.
|| μτφ. μπαίνω σε ρέγουλα, στρώνω•работа опить не -ится η δουλειά πάλι δε στρώνει•
их разговор не -ится η κουβέντα τους δεν ταιριάζει•
дело не -ится η υπόθεση δε συμβιβάζεται.
-
27 козлы
-зел, -злам πλθ.1. ο δίφρος, το κάθισμα του αμαξά.2. κλινοδίποδα• καβαλέτα.3. υποστήριγμα (για πριόνισμα).εκφρ.составить ή поставить ружья (винтовки) в – σχηματίζω οπλοπυραμίδα. -
28 лететь
лечу, летишьρ.δ.1. πετώ, ίπταμαι•журавли -ят οι γερανοί πετούν•
самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.
2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•
искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.
3. πέφτω•лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•
-ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.
4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.
6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•акции -ят οι μετοχές πέφτουν.
-
29 липка
-и θ.φιλυρίτσα, φλαμουρίτσο.(διαλκ.) κάθισμα τσαγκάρη (από κούτσουρο).εκφρ.ободрать (облупить, обобрать) как -у – κατακλέβω, καταληστεύω. -
30 непрочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. όχι γερός, μη σταθερός• αδύνατος, εύθραυστος ετοιμόρροπος•непрочный материал όχι γερό ύφασμα•
-стул αδύνατο κάθισμα (έτοιμο να σπάσει).
2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος, -βόλος, αβέβαιος. -
31 неустойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ασταθής• αστέριωτος μη στερεός•неустойчивый стул μη στέριο κάθισμα.
|| ταλαντευόμενος•-ая походка μη σταθερό βάδισμα.
2. μτφ. άστατος, αβέβαιος, ευμετάβλητος•-ая погода άστατος καιρός.
|| αδύνατος.εκφρ.- ое равновесие – ασταθής ισορροπία. -
32 облучок
-чка α. το κάθισμα του αμαξηλάτη. -
33 обсидеть
-сижу, -сидишь, παθ. μτχ. πάρλα χρ. обсиженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.(απλ.) ισιάζω, στρώνω με το διαρκές κάθισμα.συνηθίζω στο καθησιό ή στην παραμονή, διαμονή. -
34 осадка
-и θ.1. καθίζηση, κάθισμα, υποχώρηση εδάφους.2. βύθισμα, εκτόπισμα πλοίου. -
35 отодвинуть
ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.
|| ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.
2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•
отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.
1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι. -
36 пересесть
-сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. пересел, -ла, -лоρ.σ.1. κάθομαι•пересесть на другой стул κάθομαι σε άλλο κάθισμα•
пересесть поближе κάθομαι πιο σιμά,
2. περνώ από ένα σε άλλο, αλλάζω μέσο μεταφοράς•пересесть на другой вагон αλλάζω βαγόνι•
пересесть с поезда на самолт από το τρένο κάθομαι στο αεροπλάνο.
-
37 подальше
επίρ.μακρύτερα, πιο μακριά, πΊ,Ο πέρα, παρέκει•отодвинь подальше стул κάνε πιο πέρα το κάθισμα.
-
38 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω. -
39 пододвинуть
ρ.σ.μ. μετακινώ κάτι λίγο, φέρνω κοντά, πλησιάζω•пододвинуть стул к столу μετακινώ λίγο το κάθισμα προς το τραπέζι.
μετακινούμαι, έρχομαι, πηγαίνω κοντά, πλησιάζω•пододвинуть к окну πηγαίνω κοντά στο παραθύρι.
-
40 портшез
-а α.φορητό κάθισμα.
См. также в других словарях:
κάθισμα — part on which one sits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… … Dictionary of Greek
κάθισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθίζω, ο τρόπος που κάθεται κάποιος: Τι προκλητικό κάθισμα είναι αυτό! 2. κατολίσθηση, βούλιαγμα: Αυτή η πολυκατοικία έπαθε ένα μικρό κάθισμα. 3. καρέκλα, θρανίο, σκαμνί κ.ά. Δεν υπάρχουν καθίσματα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
καθισμάτων — κάθισμα part on which one sits neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσμασι — κάθισμα part on which one sits neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσματα — κάθισμα part on which one sits neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσματι — κάθισμα part on which one sits neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσματος — κάθισμα part on which one sits neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek