Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κάθισμα

  • 1 κάθισμα

    κάθισμα το
    1) седален – наименование, противоположное акафисту, обозначает песнопение, во время которого верующим позволялось садиться и слушать сидя то или другое чтение. Седалены положены после кафизм на утрени, после полиелея, после 3-й песни канона «перед чтением»;
    2) кафизма – часть псалтири, содержащая некоторое количество псалмов следующих в арифметическом порядке;
    3) небольшая монашеская келья;
    4) стасидия, см. στασίδι
    Этим.
    < καθίζω < καθ- + ίζω < ίζημα < ίζω «сидеть» < инд. sed «сидеть, находиться», сравните с санскр. sidati, лат. sedeo, рус. сидеть

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κάθισμα

  • 2 κάθισμα

    [катизма] ουσ. о. сиденье, стул,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάθισμα

  • 3 κάθισμα

    [катизма] ουσ ο сиденье, стул.

    Эллино-русский словарь > κάθισμα

  • 4 ανασηκώνω

    μετ.
    1) поднимать, приподнимать;

    ανασηκώνω τό κάθισμα — приподнимать стул;

    ανασήκωσε το σακκί приподними мешок;

    ανασηκώνω τό γιακά μου — поднимать воротник;

    2) подбирать (платье); засучивать (рукава);
    3) взваливать на себя, взваливать на плечо, на спину; 4) побуждать, подговаривать; толкать на что-л.; 5) вскружить голову, обольстить; 6) напоминать, бередить;

    ανασηκώνομαι — приподниматься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανασηκώνω

  • 5 ελεύθερος

    η, ο [α, ον]
    1) свободный, вольный; независимый; самостоятельный;

    ελεύθερη πατρίδα — свободная родина;

    ελεύθερος άνθρωπος — свободный человек;

    ελεύθερη γνώμη — независимое мнение;

    ελεύθερον φρόνημα — а) самостоятельность убеждений, взглядов; — б) свобода мысли;

    αφήνω ελεύθερο — выпускать на свободу, освобождать;

    η διαγωγή της είναι πολύ ελευθέρα поведение ее слишком свободно:
    2) свободный, добровольный, без принуждения;

    ελεύθερη βούληση — свободная воля;

    3) свободный, несвязанный, необременённый;

    είμαι ελεύθερος οικογενειακών υποχρεώσεων — не быть связанным семейными обязанностями;

    είμαι ελεύθερος στρατιωτικών υποχρεώσεων — быть освобождённым от воинской повинности;

    τό σπίτι είναι ελεύθερο — или είναι ελεύθερο πάσης υποθήκης — дом не заложен в ипотечном банке;

    4) свободный, незапрещённый, беспрепятственный, открытый;

    ελεύθερη εξαγωγή — свободный вывоз;

    ελεύθερη είσοδος — или είσοδος ελευθέρα — вход свободный;

    τό κάπνισμα είναι ελεύθερον — курить разрешается;

    τό κυνήγι είναι ελεύθερο από... — охота разрешена с...;

    5) свободный, незанятый;

    ελεύθερο δωμάτιο — свободный номер (в гостинице);

    ελεύθερο κάθισμα — свободное место;

    στίς ελεύθερες ώρες — в свободное время;

    6) холостой, неженатый; незамужняя;

    § ελεύθερη ( — или ελευθέρα) ζώνη — свободная зона (порта);

    ελεύθερ λιμένας — вольная гавань;

    ελεύθερη πόλη — вольный город;

    ελεύθερος σκοπευτής — а) вольный стрелок; — б) независимый (в политике);

    ελεύθερ γάμος — незарегистрированный, свободный брак;

    ελεύθερη μετάφραση ( — или απόδοση) — вольный перевод;

    ελεύθερος στίχος — свободный стих

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελεύθερος

  • 6 λαμβάνω

    (αόρ. έλαβα и έλαβον, παθ. αόρ. ελήφθην) μετ.
    1) брать, взять;

    λαμβάνω κάθισμα — взять стул;

    λαμβάνω τον υίόν μου — взять с собой сына;

    2) получать, принимать;

    λαμβάνω επιστολή — получать письмо;

    λαμβάνω κληρονομιά — получать наследство (от кого-л.); — наследовать (кому-л.);

    λαμβάν διαταγή — получать приказ;

    λαμβάνω όνομα — получать имя;

    § λαμβάν μέτρα — принять меры, позаботиться;

    λαμβάνω τα μέτρα μου — принять меры предосторожности;

    λαμβάνω τροφή — принимать пищу, есть;

    λαμβάνω ανάγκη κάποιου — нуждаться в ком-л.;

    λαμβάνω καιρό — иметь свободное время;

    λαμβάν όρκο — давать клятву, клясться;

    λαμβάνω τό λόγο — брать слово (на собрании);

    λαμβάν υπ' όψιν — а) принимать во внимание; — придавать значение; — б) рассчитывать;

    λαμβάνω γνώσιν τινός — узнавать, получать сведения о чём-л.;

    λαμβάν την τιμή να... — иметь честь.;

    .;

    λαμβάνω τό θάρρος να... — брать на себя смелость;

    λαμβάνω την άδεια να... — с вашего разрешения;

    λαμβάνω την ||γουσαν είς... — отправляться в...;

    λαμβάνω μέρος — принимать участие;

    λαμβάνω τό μέρος κάποιου — становиться на чью-л. сторону, поддерживать кого-л.;

    λαμβάνει χωράν — имеет место, происходит;

    έλαβε σύζυγο τον Α. она вышла замуж за Α;
    λάβε -υπομονή наберись терпения; λάβετε τον κόπο να... не сочтите за труд, будьте добры...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λαμβάνω

  • 7 προσθετός

    η, ό[ν]
    1) вставной (о зубах); накладной (о волосах); искусственный;

    προσθετή κόμη — или προσθετά μαλλιά — парик;

    2) деланный, жеманный, манерный;
    3) приставной;

    προσθετό κάθισμα — приставной стул

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσθετός

  • 8 αναπαύσιμο

    αναπαύσιμο το
    седален, см. κάθισμα

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αναπαύσιμο

См. также в других словарях:

  • κάθισμα — part on which one sits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… …   Dictionary of Greek

  • κάθισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθίζω, ο τρόπος που κάθεται κάποιος: Τι προκλητικό κάθισμα είναι αυτό! 2. κατολίσθηση, βούλιαγμα: Αυτή η πολυκατοικία έπαθε ένα μικρό κάθισμα. 3. καρέκλα, θρανίο, σκαμνί κ.ά. Δεν υπάρχουν καθίσματα για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • καθισμάτων — κάθισμα part on which one sits neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσμασι — κάθισμα part on which one sits neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσματα — κάθισμα part on which one sits neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσματι — κάθισμα part on which one sits neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσματος — κάθισμα part on which one sits neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»