-
1 θεό-πτυστος
θεό-πτυστος, von Gott verabscheu't, Aesch. Spt. 610.
-
2 θεόπτυστος
См. также в других словарях:
θεόπτυστος — θεόπτυστος, ον (Α) ο μισητός στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτυστος (πτύω), πρβλ. ά πτυστος, κατά πτυστος] … Dictionary of Greek