-
1 θεόπτυστος
θεό-πτυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόπτυστος
См. также в других словарях:
θεόπτυστος — θεόπτυστος, ον (Α) ο μισητός στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτυστος (πτύω), πρβλ. ά πτυστος, κατά πτυστος] … Dictionary of Greek