-
1 ευδαιμονια
ἥ тж. pl.1) процветание, счастье HH., Pind., Her. etc.2) благосостояние, богатство Her.χρημάτων πρόσοδος καὴ ἥ ἄλλη εὐ. Thuc. — денежные доходы и другие виды богатства
3) филос. высшее счастье, блаженство(αἱ μακάρων εὐδαιμονίαι Plat.)
-
2 εὐδαιμονία
ἡ εὐδαιμονία 1. счастье, блаженство (ср. фил. эвдемонизм - направление в античной этике, признающее основанием нравственности стремление к счастью); 2. благоденствие -
3 ευδαιμονία
η1) счастье, блаженство; 2) благополучие, процветание; благоденствие (уст.) -
4 εὐδαιμονία
счастье, благоденствие -
5 αμενηνος
1) бессильный, слабый, немощный(φῦλ΄ ἀνθρώπων HH.; ἀνήρ Soph.; φωνή Arst.)
ἀ. τυπῇσιν Hom. — сраженный ударами2) безжизненный(νεκύων κάρηνα Hom.; νεκύων ἄγαλμα Eur.)
3) призрачный, мимолетный(ὀνείρατα Hom.; εὐδαιμονία Luc.)
-
6 αμεριαιος
-
7 ενοχλεω
1) надоедать, быть в тягость, беспокоитьἐ. τῇ εὐδαιμονίᾳ τινός Xen. — нарушать чей-л. покой;τὸ μέ ἄξιον λόγου οὐκ ἠνώχλει λέγων Xen. — он не приставал с ненужными разговорами;ὅσα ἠνώχλησεν Dem. — все его козни2) pass. испытывать неудовольствие, страдать(ὑπό τινος Arst., Diod., Plut.)
ἐνοχλοῦμαι ἀκούων τοῦτο Plut. — мне неприятно (надоело) слышать это -
8 ευπραγια
ἥ тж. pl.1) благоденствие, процветание, счастье(εὐ. καὴ εὐδαιμονία ταὐτόν Arst.)
2) умение, мастерствоπερὴ αὐλημάτων εὐ. Plat. — мастерская игра на свирели
3) правильный образ действий, хорошие поступки(ἐν πάσῃ κτήσει καὴ πράξει Plat.)
-
9 μακαριστος
-
10 πολυκοινος
-
11 υπέρτατος
См. также в других словарях:
εὐδαιμονία — εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc/acc dual εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίᾳ — εὐδαιμονίαι , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδαιμονία — η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) [ευδαίμων] 1. καλή τύχη, ευτυχία 2. υλική ευημερία, ευμάρεια … Dictionary of Greek
ευδαιμονία — η πλούτος, αγαθών αφθονία, ευτυχία, καλοπέραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐδαιμονίας — εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem acc pl εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίαι — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίαν — εὐδαιμονίᾱν , εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίαις — εὐδαιμονία prosperity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίη — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίην — εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίης — εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)