-
1 поступать
1. (вести себя каким-л. образом, в каком-л случае) ενεργώ, πράττω, δρω 2. (устраиваться куда-л., зачисляться, включаться в состав кого-, чего-л.) μπαίνω, εισέρχομαι 4. (быть доставленным куда-л., полученным кем-л.) φθάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поступать
-
2 войти
войти μπαίνω, εισέρχομαι* войдите! εμπρός! ◇ \войтив си лу μπαίνω σε ισχύ; \войти в моду γίνομαι της μόδας* * *μπαίνω, εισέρχομαιвойди́те! — εμπρός!
••войти́ в си́лу — μπαίνω σε ισχύ
войти́ мо́ду — γίνομαι της μόδας
-
3 въезжать
въезжать, въехать μπαίνω, εισέρχομαι; \въезжать в новую квар тиру εγκαθίσταμαι σε καινού ριο διαμέρισμα, μετοικώ* * *= въехатьμπαίνω, εισέρχομαιвъезжа́ть в но́вую кварти́ру — εγκαθίσταμαι σε καινούριο διαμέρισμα, μετοικώ
-
4 входить
входитьнесов1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):\входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω13. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:\входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:\входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:\входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί. -
5 вступать
μπαίνω, εισέρχομαι- в брак παντρεύομαι, συνάπτω γάμοαναλαμβάνω τα υπηρεσιακά καθήκονταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вступать
-
6 входить
1. (двигаясь, войти куда-л.) εισέρχομαι, μπαίνω, διεισδύω 2. (вмещаться) μπαίνωχωρώ Заключаться в состав) μπαίνωεντάσσομαι, αποτελώ μέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > входить
-
7 выходить
1. (о газе, воздухе и т.п.) φεύγω, εκρέω 2. (быть выпущенным, изданным) δημοσιεύομαι, εκδίδομαι 3. (из строя) χαλνώ, αχρηστεύομαι 4. (из употребления) βγαίνω (από την κυκλοφορία) 5. (из берегов) πλημμυρίζω 6. (на орбиту) εισέρχομαι/τοποθετούμαι (σε τροχιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выходить
-
8 облако
το νέφ/ος, η νεφέλη, разг. το σύννεφοвходить в - а ав. εισέρχομαι/μπαίνω στα - ηвыходить из - ов ав. εξέρχομαι/βγαίνω από τα - ηнад - ами ав. πάνω από τα - ηпокрытый - ами νεφοσκεπής, νεφελοσκεπήςпробивать - а ав. διαπερνώ τα - ηкометное астр. - του ΌορτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облако
-
9 вваливаться
вваливатьсянесов, ввалиться сов1. (провалиться) разг πέφτω, γκρεμίζομαι:\вваливаться в яму πέφτω στό λάκκο;2. (стать впалым) βαθουλώνω:у него́ глаза ввалились τά μάτια του βαθουλώσανε, τά μάτια του εἶναι κομμένα;3. (войти) разг μπαίνω ἄξαφνα, πέφτω ξαφνικά, εἰσέρχομαι ἀπότομα. -
10 врываться
врыватьсянесов (вторгаться) είσβάλ-λω, είσορμῶ, είσέρχομαι ἀπότομα, μπαίνω ξαφνικά, μπαίνω μέ τή βία. -
11 въезжать
въезжатьнесов1. εἰσέρχομαι, μπαίνω (μέ μεταφορικό μέσο)·2. (поселяться) ἐγκαθίσταμαι:\въезжать в новую квартиру ἐγ-καθίσταμαι σέ καινούριο διαμέρισμα·3. (подниматься) ἀνεβαίνω (μέ μεταφορικό μέσο):\въезжать на гору ἀνεβαίνω στό βουνό. -
12 заезжать
заезжатьнесов1. (к кому-л., куда-либо) ἐπισκέπτομαι κάποιον περαστικός / περνῶ περαστικός (мимоходом):\заезжать далеко προχωρώ πολύ μακρυά·2. (въезжать) μπαίνω (или είσέρχομαι, είσχωρώ) (με μεταφορικό μέσο)·3. (за кем-л., за чем-либо) πηγαίνω νά φέρω, πηγαίνω νά πάρω κάποιον. -
13 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
14 лезть
лезтьнесов1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:\лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):\лезть в воду μπαίνω στό νερό·3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:\лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι. -
15 поступить
поступитьнесов1. ἐνεργώ, φέρομαι:\поступить опрометчиво ἐνεργώ ἄσκεφτα· \поступить плохо с кем-л. φέρομαι ἄσχημα σέ κάποιον \поступить по-сво́ему ἐνεργώ ὅπως ἐγώ νομίζω·2. (на службу и т. п.) μπαίνω, είσέρχομαι:\поступить в университет ἐγγράφομαι στό πανεπιστήμιο· \поступить в школу ἀρχίζω νά πηγαίνω σχολείο·3. (о заявлении и т. п.) φθάνω, λαμβάνομαι· ◊ \поступить в чье-л. распоряжение τίθεμαι είς τήν διάθεσιν κάποιου. -
16 въезжать
[βγιεζζάτ"] ρ. εισέρχομαι -
17 въезжать
[βγιεζζάτ"] ρ εισέρχομαι -
18 вдаться
вдамся, вдашься, вдастся, вдадимся, вдадитесь, вдадутся, παρλθ. χρ. вдался, -лась, -лось, προστκ. вдайся, ρ.σ.1. εισχωρώ, εισέρχομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα•море далеко -лось в берег η θάλασσα βαθιά εισχώρησε στην ξηρά.
2. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι, ρίχνομαι με τα μούτρα•он -лся в философию αυτός επεδόθηκε στη φιλοσοφία.
εκφρ.вдаться в крайности – μεταπηδώ από τη μια πλευρά στην άλλη, από τη μια άποψη στην άκρως αντίθετη•вдаться в обман – ξεγελιέμαι, απατώμαι•вдаться в подробности – ξανοίγομαι σε λεπτομέρειες -
19 вдвинуть
-ну, -нешь, ρ.σ.μ.κινώ προς τα μέσα, μπάζω, βάζω μέσα•вдвинуть ящик в стол βάζω μέσα το συρτάρι του τραπεζιού.
κινούμαι προς τα μέσα, μπαίνω, εισέρχομαι•ящик с трудом -лся в стол το συρτάρι με δυσκολία μπήκε στο τραπέζι.
-
20 взойти
-иду, -идешь, παρλθ. χρ. взошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший, επίρ. μτχ. взойдя ρ.σ.1. ανεβαίνω, ανέρχομαι•взойти на гору ανεβαίνω στο βουνό.
2. βγαίνω, προβάλλω, εμφανίζομαι•солнце взошло ο ήλιος ανέτειλε.
3. φουσκώνω•без дрожжей тесто не -ет χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει.
4. αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα•семена взошли οι σπόροι φύτρωσαν.
5. (παλ. κ. απλ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω•взойти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο.
|| χωρώ•не могу больше есть, не взойдет δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο.
6. μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)•этот сапог не -ет мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου.
См. также в других словарях:
εισέρχομαι — εισέρχομαι, εισήλθα βλ. πίν. 214 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εἰσέρχομαι — go in pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
εἰσέρχεσθον — εἰσέρχομαι go in pres imperat mp 2nd dual εἰσέρχομαι go in pres ind mp 3rd dual εἰσέρχομαι go in pres ind mp 2nd dual εἰσέρχομαι go in imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσέλθετε — εἰσέρχομαι go in aor subj act 2nd pl (epic) εἰσέρχομαι go in aor imperat act 2nd pl εἰσέρχομαι go in aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσέλθω — εἰσέρχομαι go in aor subj act 1st sg εἰσέρχομαι go in aor subj act 1st sg εἰσέρχομαι go in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσέλθῃ — εἰσέρχομαι go in aor subj mid 2nd sg εἰσέρχομαι go in aor subj act 3rd sg εἰσέρχομαι go in aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσέρχεσθε — εἰσέρχομαι go in pres imperat mp 2nd pl εἰσέρχομαι go in pres ind mp 2nd pl εἰσέρχομαι go in imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσελθε — εἰσέρχομαι go in aor imperat act 2nd sg εἰσέρχομαι go in aor ind act 3rd sg (homeric ionic) εἰσέρχομαι go in aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσέλθετε — εἰσέρχομαι go in aor subj act 2nd pl (epic) εἰσέρχομαι go in aor imperat act 2nd pl εἰσέρχομαι go in aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσέλθω — εἰσέρχομαι go in aor subj act 1st sg εἰσέρχομαι go in aor subj act 1st sg εἰσέρχομαι go in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)