-
1 Prolong
v. trans.P. and V. μηκύνειν, τείνειν, ἐκτείνειν, P. ἀποτείνειν.I thank old age for this favour only, that it has prolonged my life so far: P. χάριν ἔχω τῷ γήρᾳ ταύτην μόνην, ὅτι προήγαγεν εἰς τοῦτό μου τὸν βίον (Isoc. 413A).Prolonged, long: P. and V. μακρός.Lasting long: P. and V. χρόνιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prolong
-
2 End
subs.Conclusion: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.), V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.About the end of the year: P. περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν (Dem. 731).End of anything that has been cut: P. and V. τομή, ἡ.Extreme point: P. and V. τὸ ἔσχατος or use adj., ἔσχατος, agreeing with substantive; e. g., the end of the line: P. and V. τάξις ἐσχάτη.Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχεσις (Thuc. 7, 6).They at once closed the great harbour with triremes set end to end: P. ἔκλῃον τὸν λιμένα εὐθὺς τὸν μέγαν... τριήρεσι πλαγίαις (Thuc. 7, 59).Aim, object: P. προαίρεσις, ἡ.Purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό.For personal ends: P. διʼ ἴδια κέρδη.Where the construction of both walls came to an end: P. ᾗπερ τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι ἔληγον (Thuc. 7, 6).Come to an end at a place: P. τελευτᾶν ἐπί (acc.) (Thuc. 8, 90).This is the action of an unscrupulous trickster who will come to a bad end: P. πονηροῦ ταῦτʼ ἐστι σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου (Dem. 937).Put an end to: P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end, v.Stand on end: P. ὀρθὸς ἵστασθαι (Plat.), V. ὄρθιος ἑστηκέναι.——————v. trans.Conclude: P. τελεοῦν, V. τελειοῦν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν; see Conclude.Night ended the action: P. νύξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).Night having ended the action: P. ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον (Thuc. 4, 134).V. intrans. P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν.Lapse, expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν.End in: P. and V. τελευτᾶν εἰς (acc.).End off in: P. ἀποτελευτᾶν εἰς (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > End
-
3 Turn
v. trans.P. and V. τρέπειν, στρέφειν, ἐπιστρέφειν.Translate: P. μεταφέρειν.Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).Turn a corner: Ar. and V. κάμπτειν.Where are you turning your head? Ar. τὴν κεφάλην ποῖ περιάγεις; ( Pax, 682).Turn one's neck: P. περιάγειν τὸν αὐχένα (Plat., Rep. 515C).Turn on a lathe: Ar. and P. τορνεύειν.V. intrans. P. and V. τρέπεσθαι, στρέφεσθαι, ἐπιστρέφεσθαι.Turn in the race-course: V. κάμπτειν (Soph., El. 744).Become: P. and V. γίγνεσθαι.Turn about: see Turn back (Turn).Turn against, estrange, v. trans.: P. ἀλλοτριοῦν, ἀπαλλοτριοῦν.Embroil: Ar. and P. διιστάναι.Betray: P. and V. προδιδόναι.Turn from its course: P. παρατρέπειν, P. and V. ἐκτρέπειν, ὑπεκτρέπειν, V. παρεκτρέπειν, διαστρέφειν; see Divert.Turn aside, v. intrans.: P. and V. ἐκτρέπεσθαι, ὑπεκτρέπεσθαι, ἀποτρέπεσθαι, ἀποστρέφειν (or pass.), P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.Turn away: see Turn aside (Turn).Send back: Ar. and P. ἀποπέμπειν.Turn back, v. intrans.: P. and V. ἀποστρέφειν (or pass.), ὑποστρέφειν (or pass.), ἀναστρέφειν, Ar. and P. ἐπαναστρέφειν.Turn from, v. trans., deter: Ar. and P. ἀποτρέπειν; see deter; v. intrans., V. ἀποτρέπεσθαι (acc.), Ar. and V. ἀποστρέφεσθαι (acc.) (also Xen.), P. ἀποτρέπεσθαι ἐκ (gen.).Desist from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), V. μεθίστασθαι (gen.).Turn into, change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν (εἰς. acc.).Turn into a beast: V. ἐκθηριοῦσθαι.Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν εἰς (acc.) or ἐπί (acc.).Turn out, manufacture, v. trans.: see Manufacture.Be turned out of doors: P. and V. ἐκπίπτειν.Turn out, result, v. intrans.: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, ἐξέρχεσθαι, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.Turn over in one's mind: see Ponder.Turn over a new leaf: V. μεθαρμόζεσθαι βελτίω βίον (Eur., Alc. 1157).Turn round, v. trans.: P. and V. ἀνακυκλεῖν (pass. in Plat.), ἐπιστρέφειν, περιάγειν (Eur., Cycl. 686).Change: P. περιίστασθαι.Not turning round, adj.: V. ἄστροφος (Soph., O. C. 490).Turn tail: P. and V. ὑποστρέφειν, V. νωτίζειν; fly.Turn to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.), P. καταφεύγειν εἰς, or πρός (acc.), V. φεύγειν εἰς (acc.).Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Capsize: V. ὑπτιοῦσθαι.——————subs.Opportunity: P. and V. ὥρα, ἡ, καιρός, ὁ.Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.Twist, trick: P. and V. στροφή, ἡ.He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).The pair had hardly taken two or three turns ( in walking) when Clinias enters: P. οὔπω τούτω δύʼ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε ἤτην καὶ εἰσέρχεται Κλεινίας (Plat., Euthy. 273A).Duty coming round by rotation: P. and V. μέρος, τό.In order: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.By relays: P. κατʼ ἀναπαύλας.Alternately: P. and V. παραλλάξ.In turn: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει.I will speak in your turn: P. ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει (Plat., Symp. 185D).In return: P. and V. αὖ, αὖθις.In compounds: use ἀντι, e. g.hear in turn: P. and V. ἀντακούειν (Xen.).Be captured in turn: V. αὖθις ἀνθαλίσκεσθαι.Out of turn: P. παρὰ τὸ μέρος (Xen.).They took it in turns to sleep and do the rowing: P. οἱ μὲν ὕπνος, ἡροῦντο κατὰ μέρος, οἱ δὲ ἤλαυνον (Thuc. 3, 49).Taking one's turn: use adj., P. and V. διάδοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turn
См. также в других словарях:
ИСИХИЙ ИЕРУСАЛИМСКИЙ — [греч. ῾Ησύχιος, πρεσβύτερος ῾Ιεροσολύμων] (2 я пол. IV в. ок. 451), прп., пресвитер (пам. 28 марта, согласно Месяцеслову имп. Василия II; 22 сент., согласно Палестино грузинскому календарю; а также в Соборе всех прп. отцов в субботу сырной… … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» … Православная энциклопедия
πύριος — Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά… … Dictionary of Greek
БОНИС — [греч. Μπόνης] Констандинос Георгиос (5.06.1905, Астакос 1990), греч. патролог и богослов; д р философии Мюнхенского ун та, д р богословия Афинского ун та. Окончив в 1927 г. богословский фак т Афинского ун та, продолжил обучение в ун тах Брюсселя … Православная энциклопедия
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
ανθυπεξάγω — ἀνθυπεξάγω (Μ) βγάζω κάποιον με τη σειρά του «ὁ τῆς γενέσεως κύκλος τοὺς μὲν εἰς τὸν βίον εἰσάγων τοὺς δ ἀναγκαίως ἀνθυπεξάγων» (Μάρκος Ευγενικός) … Dictionary of Greek
κοινίτης — κοινίτης, ὁ (Α) [κοινός] (για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει κάποιος, ο κοινός («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», Ευστ.) … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
ДАВИД СОЛУНСКИЙ — (448/50 538/40), прп. (пам. 26 июня). Согласно «Лугу духовному» Иоанна Мосха (578 582), содержащему наиболее ранние сведения об этом святом, Д. С. был родом из Месопотамии и провел ок. 70 лет в затворе за стенами г. Фессалоника. Из его кельи… … Православная энциклопедия