-
1 επιστατης
- ου ὅ1) обращающийся с просьбой, просящийἐπιστάτῃ οὐδ΄ ἅλα δοίης Hom. — просящему (подаяния) ты и (щепотки) соли не дал бы
3) (на чём-л) стоящийἐλεφάντων ἐ. Polyb. — вожатый слона4) надзиратель, страж5) начальник, главаἐρετμῶν ἐ. Eur. — начальник гребцов;
ἄθλων ἐ. Plat. — распорядитель игр;ἐ. τῶν ἔργων Dem. — начальник общественных работ6) покровитель, заступник(Κολωνοῦ Soph.)
7) эпистат (в Афинах, глава пританеев, в день своего избрания председательствовавший в βουλή и в ἐκκλησία, до избрания девяти πρόεδροι; старший из последних тж. назывался ἐ.) Aeschin., Dem., Arst.8) специалист, знатокἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν Plat. — мастер по части обучения красноречию
9) статуэтка Гефеста ( как покровителя очага) или треножник, таган ( на который ставят котелок) Arph. Αφεσ 436 -
2 επιστάτης
επιστάτης οстарец, один из четырех членов Священной Епистасии, см. Επιστασία Ιερά -
3 επιστάτης
ο, επιστάτισσα и επιστάτρια η1) надзиратель, -ница; смотритель, -ница;επιστάτης σχολείου — школьный сторож;
2) заведующ|ий, -ая; управляющий -
4 ἐπιστάτης
{сущ., 7}начальник, надзиратель, наставник, распорядитель.Ссылки: Лк. 5:5; 8:24, 45; 9:33, 49; 17:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιστάτης
-
5 επιστάτης
{сущ., 7}начальник, надзиратель, наставник, распорядитель.Ссылки: Лк. 5:5; 8:24, 45; 9:33, 49; 17:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιστάτης
-
6 ἐπιστάτης
начальник, надзиратель, наставник, распорядитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιστάτης
-
7 επιστατεω
1) быть начальником, управлять, руководить, иметь попечение(τῷ σώματι Plat.; τῶν κοινῶν Arst.)
οὐκ ὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐ. Plat. — не годится, чтобы худший управлял лучшими2) смотреть (за чем-л), присматривать, охранять(ποιμνίοις Soph.)
ἐ. τοῦ εἶναι οἵους δεῖ τοὺς κοινῶνας Xen. — заботиться о том, чтобы сотоварищи были такими, какими должны быть3) быть в помощь, помогать(ἕργμασιν Pind., λόγῳ Aesch.)
4) преследовать -
8 επερομαι
ион. ἐπείρομαι (fut. ἐπερήσομαι, aor. 2 ἐπηρόμην)1) снова спрашивать(τι Xen.)
2) спрашивать3) вопрошать(τὸν θεόν Her., Thuc., Arph.)
4) обращаться с запросом, запрашивать(τέν γνώμην Plat.; τινα Thuc., Arst.)
5) ставить на голосование(ταῦτ΄ ἐπήρετο ὅ ἐπιστάτης, διεχειροτόνησεν ὅ δῆμος Dem.)
-
9 οπλον
τό (преимущ. pl.)1) орудие, инструмент(φῦσαι ὅπλα τε πάντα Hom.)
ὅπλον ἀρούρης Anth. = δρέπανον2) снасть(ὅπλα, τά τε νῆες φορέουσιν Hom.)
3) канат(ὅ. ἐϋστρεφές Hom.)
ὅ. νεός Hom. — корабельный канат4) посудаδείπνων ὅ. Anth. = λάγυνος
5) доспехи, оружие, вооружение(ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι Her., Thuc.; ὅπλῳ χρώμενος κορύνῃ Plut.)
ὅπλα ἐπ΄ ἀλλήλους οἴσειν Plat. — обратить оружие друг против друга;παραγγέλλειν εἰς ( или κελεύειν ἐπὴ) τὰ ὅπλα Xen. — призывать к оружию;εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ ὅπλα Xen. — строиться в боевом порядке;τὰ ὅπλα τὰ δεξιὰ καὴ ἀριστερά NT. — оружие в правой и левой руке, т.е. наступательное и оборонительное6) большой щит ( типа ἀσπίς) Thuc.; перен. защита(μέγιστον ὅ. ἀρετέ βροτοῖς Men.)
7) pl. тяжелое вооружениеὅπλων ἐπιστάτης Aesch. = ὁπλίτης
8) pl. (= οἱ См. οι ὁπλῖται) тяжеловооруженная пехота(ὅ ἐπὴ τῶν ὅπλων στρατηγός Dem.)
9) pl. военная стоянка, лагерьἐν περιπάτῳ εἶναι πρὸ τῶν ὅπλων Xen. — прогуливаться впереди лагеря;
προϊέναι ἐκ τῶν ὅπλων Thuc. — удаляться от лагеря -
10 πρυτανις
1) правитель, властелин, повелитель(π. στεροπᾶν κεραυνῶν, т.е. Ζεύς Pind.; π. Φρυγίων Eur.; ἱστορίης π., т.е. Ἡρόδοτος Anth.)
τέχνας ὅ π. πέλεκυς Anth. — топор - царь ремесла2) ( в Афинах) притан(ей) ( член коллегии из 50 πρυτάνεις, по 5 от каждой филы, которые в течение 1 / 10 года председательствовали в βουλή и ἐκκλησία; из них по жребию избирался главный председатель, ἐπιστάτης, в помощь которому избирались 9 πρόεδροι и 1 γραμματεύς) Plat. -
11 1988
{сущ., 7}начальник, надзиратель, наставник, распорядитель.Ссылки: Лк. 5:5; 8:24, 45; 9:33, 49; 17:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1988
См. также в других словарях:
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο θηλ. άτρια και άτισσα 1. αυτός που ορίστηκε να επιβλέπει κάποιο έργο, επόπτης, επιτηρητής. 2. φρ., «επιστάτης σχολείου», κατώτερος δημόσιος υπάλληλος που φροντίζει για την καθαριότητα και την τάξη του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστάτης — ἐπιστάτη fem gen sg (attic epic ionic) ἐπιστάτης one who stands near masc nom sg ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατῇς — ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάτα — ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc/acc dual ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc nom/voc/acc dual ἐπιστάτης one who stands near masc voc sg ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
εισπράκτης — εἰσπράκτης, ο (Α) 1. εισπράκτορας, επιστάτης με εντολή άλλου 2. επόπτης συγκομιδής και επιστάτης εργατών … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek