-
1 επιστατεω
1) быть начальником, управлять, руководить, иметь попечение(τῷ σώματι Plat.; τῶν κοινῶν Arst.)
οὐκ ὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐ. Plat. — не годится, чтобы худший управлял лучшими2) смотреть (за чем-л), присматривать, охранять(ποιμνίοις Soph.)
ἐ. τοῦ εἶναι οἵους δεῖ τοὺς κοινῶνας Xen. — заботиться о том, чтобы сотоварищи были такими, какими должны быть3) быть в помощь, помогать(ἕργμασιν Pind., λόγῳ Aesch.)
4) преследовать
См. также в других словарях:
ποιμνίοις — ποίμνιον of sheep neut dat pl ποίμνιος frequented by flocks masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek