-
1 συνεπεμβαινω
досл. вместе восходить, перен. пользоватьсяσ. τοῖς καιροῖς Polyb. — использовать обстоятельства
См. также в других словарях:
συνεπεμβαίνω — Α 1. επωφελούμαι μαζί ή συγχρόνως («μὴ θελῆσαι συνεπεμβαίνειν τοῑς κατ ἀλλήλων καιροῑς», Πολ.) 2. καταπατώ, ποδοπατώ κάποιον από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek