-
1 συνεπεμβαινω
досл. вместе восходить, перен. пользоватьсяσ. τοῖς καιροῖς Polyb. — использовать обстоятельства
См. также в других словарях:
συνεπεμβαίνειν — σύν ἐπεμβαίνω step pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπεμβῆναι — σύν ἐπεμβαίνω step aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)