-
1 δόσιμο
[досимос] ουσ. о. сдачаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δόσιμο
-
2 отдача
-и θ.1. απόδοση, επανάδοση, επιστροφή•отдача долга πληρωμή χρέους, απόδοση οφειλής.
2. παράδοση•отдача вещей на хранение παράδοση πραγμάτων για διαφύλαξη.
|| παραχώρηση.3. (από)δοση, δόσιμο.4. τίναγμα, κλώτσι-μα, λάκτισμα όπλου.5. χαλάρωμα, ξελασκάρισμα ξέσφιγμα• αμολάρισμα.6. (αθλτ.) δόσιμο, μετάδοση της ποδόσφαιρας κ.τ.τ., πάσσα.εκφρ.отдача якоря – αγκυροβόληση•без -и – χωρίς επιστροφή, ανεπιστρεπτί•отдача внам – εκμίσθωση, ενοικίαση. -
3 подача
-и θ.1. παράδοση, δόσιμο• παροχή.2. (αθλτ.) η πάσα, το πασάρισμα.3. υποβολή•подача заявления υποβολή αίτησης.
4. δόσιμο, παροχή• τροφοδότηση. -
4 поддача
-и θ.1. ανάρριψη, δόσιμο, πέταγμα. || ανατίναξη• πέταγμα προς τα πάνω.2. αύί,ηση, δυνάμωμα.3. δόσιμο σκόπιμα (στο παιγνίδι).4. πάσα, πασάρισμα. -
5 разница
-ы θ.1. διαφορά, ανομοιότητα•разница наших взглядов διαφορά των απόψεων μας•
обещать и дать разница большая разница η υπόσχεση απ ο το δόσιμο έχει μεγάλη διαφορά ή υπόσχεση δε χαλάει, το δόσιμο χαλάει (βλάπτει).
2. έλλειψηισότητας•разница в цене διαφορά στην τιμή.
εκφρ.какая -.? – τι διαφορά υπάρχει; δεν είναι το ίδιο;•сукно сукну разница – (τΐαρμ.) υπάρχει τσόχα και τσόχα, έτερον εκάτερον, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας•большая разница – τελείως διαφορετικό πράγμα. -
6 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
7 нагнетание
нагнетаниес:\нагнетание воздуха τό δόσιμο ἀέρα. -
8 налог
налогм ὁ φόρος, τό δόσιμο:земельный \налог ἐγγειος φόρος· подоходный \налог ὁ φόρος (έπί) τοῦ είσοδήματος, ὁ φόρος ἐπιτηδεύματος· прямые и косвенные \налоги οἱ ἄμεσοι καί οἱ ἐμμεσοι φόροι· обложение \налогом ἡ φορολογία· облагать \налогом φορολογώ. -
9 подача
подачаж1. (заявления) ἡ ὑποβολή, το δόσιμο·2. тех. ἡ τροφοδοσια, παροχή·3. спорт. ·,*««*-. ἡ мм/^)-!*μετάδόσ;!-^· 7 Г0Л°С-В („"Ρ".*5-*0-А тгппп-^ау "οφορία· \подача первой помощи ярорн а и τό ψώμισμα, τό κοκκαλακι / ^^^νη,ἡδωρεά. -
10 сговор
сговорм1. ἡ συμφωνία, ἡ συνεννόηση / ἡ συνωμοσία (заговор):по \сговору ἀπό συμφώνου·2. (помолвка) уст. τό ἀρραβώνιασμα, τό δόσιμο λόγου, τό λογόστεμα. -
11 авансирование
-я ουδ.δόσιμο προκαταβολής. -
12 выдача
-и θ.1. χορήγηση, δόσιμο, πληρωμή. || παράδοση, έκδοση.2. αποκάλυψη, φανέρωση•προδοσία.3. εξαγωγή, βγάλσιμο.4. έκδοση (βιβλίου, έργου). -
13 выписка
-1и θ.1. αντιγραφή (περικοπής, αποσπάσματος).2. αντίγραφο περικοπής. || έκδοση, δόσιμο•выписка квитанции έκδοση απόδειξης.
|| εγγραφή συνδρομητή•выписка газет εγγραφή συνδρομητών στις εφημερίδες.
3. περικοπή, απόσπασμα, χωρίο.4. εξιτήριο νοσοκομείου. -
14 дань
-и θ.1. παλ. δόσιμο είδος φόρου).2. μτφ. χρέος, ηθική υποχρέωση•принести -уважения εκδηλώνω το σεβασμό•
дань уважения ενδειξη σεβασμού.
εκφρ.отдать ή заплатить – κ.τ.τ. дань α) δίνω (αποτίω) φόρο τιμής, β) κάνω υποχρεωτική υποχώρηση. -
15 дача
-
16 додача
-и θ.1. το δόσιμο του υπολοίπου.2. το δοθέν υπόλοιπο. -
17 дым
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы а.1. καπνός•пороховой дым καπνός μπαρούτης•
густой дым πυκνός καπνός•
нет -а без огня δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά (υπάρχει αιτία)•
рассеяться как дым διαλύομαι σαν καπνός•
столбом στήλη καπνού.
|| φάντασμα, φάσμα όραμα• σκιά, χίμαιρα.2. παλ. σπίτι, ατομικό νοικοκυριό•дань с -а δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι.
|| φόρος ανάλογα με τίς καπνοδόχους σε κάθε σπίτι.εκφρ.в дым – (απλ.) δυνατά, (στα) γερά•дым коромыслом, дым столбом, – θόρυβος, ταραχή, πατιρντί, σαματάς•я поругался в дым – μάλωσα στα γερά. -
18 задавание
-я ουδ.δόσιμο. -
19 лен
-а α. παλ.1. φέουδο.2. δόσιμο(φόρος ενοικίασης φέουδου). -
20 недодача
-и θ.λειψό δόσιμο•недодача в три рубля κατακράτηση τριών ρουβλιών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δόσιμο — το (Μ δόσιμον) 1. προσφορά, παροχή 2. φόρος νεοελλ. το μίσθωμα που καταβάλλει κάθε χρόνο ο γεωργός στον γαιοκτήμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού αρχ. επιθ. δόσιμος] … Dictionary of Greek
δόσιμο — το, ατος 1. το να δίνει κανείς κάτι. 2. φόρος: Δεν τα βγάζει πέρα με τόσα δοσίματα που πληρώνει στο κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek
καθομολόγηση — η 1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου 2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» υπόσχεση πίστεως β) «καθομολόγηση ιατρού» ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογία γ)… … Dictionary of Greek
χειρόδοτος — ον, Α 1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι 2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ. β) «χειρόδοτα παράφερνα» κινητή περιουσία. επίρρ... χειροδότως Μ στο χέρι, με δόσιμο στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δοτός… … Dictionary of Greek
απονομή — η το ακριβοδίκαιο δόσιμο: Η απονομή των τιμητικών διπλωμάτων στους καλλιεργητές πρότυπων αγροκτημάτων θα γίνει την προσεχή Κυριακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορκωμοσία, η — και ορκοδοσία η ένορκη βεβαίωση, το δόσιμο όρκου: Ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδοση — η 1. δόσιμο: Παράδοση των χρημάτων στον ίδιο. 2. μεταβίβαση: Η παράδοση της εξουσίας από τους δικτάτορες σπάνια γίνεται με ειρηνικό τρόπο. 3. άγραφη μυθική διήγηση που περνά από τους παλιότερους στους νεότερους: Παλιά παράδοση λέει πως το χωριό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροχή — η 1. δόσιμο, χορήγηση, προμήθεια, τροφοδότηση: Παροχή ρεύματος, νερού κτλ. 2. αμοιβή, επίδομα: Οι παροχές της πολιτείας τη χρονιά που πέρασε ήταν περιορισμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)