-
1 δόσιμο(ν)
τό1) предоставление; дача; давание; подача; 2) подать; арендная плата -
2 δόσιμο(ν)
τό1) предоставление; дача; давание; подача; 2) подать; арендная плата -
3 δόσιμο
[досимос] ουσ. о. сдачаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δόσιμο
-
4 δόσιμο
[досимос] ουσ ο сдача. -
5 δόση
[-ις (-εως)] η1) см. δόσιμο[ν];δόσις όρκου — дача клятвы;
2) порция, доза (лекарства и т. п.);δόση ραδιενέργειας — доза радиации;
μετρητής δόσεως ραδιενεργείας — рентгенометр;
3) очередной взнос (при рассрочке);με δόσεις — в рассрочку;
4) небольшое количество;έχει δόσ τρέλλας — он слегка помешан;
έχει δόση φιλαργυρίας — он малость скуповат
См. также в других словарях:
δόσιμο — το (Μ δόσιμον) 1. προσφορά, παροχή 2. φόρος νεοελλ. το μίσθωμα που καταβάλλει κάθε χρόνο ο γεωργός στον γαιοκτήμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού αρχ. επιθ. δόσιμος] … Dictionary of Greek
δόσιμο — το, ατος 1. το να δίνει κανείς κάτι. 2. φόρος: Δεν τα βγάζει πέρα με τόσα δοσίματα που πληρώνει στο κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek
καθομολόγηση — η 1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου 2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» υπόσχεση πίστεως β) «καθομολόγηση ιατρού» ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογία γ)… … Dictionary of Greek
χειρόδοτος — ον, Α 1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι 2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ. β) «χειρόδοτα παράφερνα» κινητή περιουσία. επίρρ... χειροδότως Μ στο χέρι, με δόσιμο στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δοτός… … Dictionary of Greek
απονομή — η το ακριβοδίκαιο δόσιμο: Η απονομή των τιμητικών διπλωμάτων στους καλλιεργητές πρότυπων αγροκτημάτων θα γίνει την προσεχή Κυριακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορκωμοσία, η — και ορκοδοσία η ένορκη βεβαίωση, το δόσιμο όρκου: Ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδοση — η 1. δόσιμο: Παράδοση των χρημάτων στον ίδιο. 2. μεταβίβαση: Η παράδοση της εξουσίας από τους δικτάτορες σπάνια γίνεται με ειρηνικό τρόπο. 3. άγραφη μυθική διήγηση που περνά από τους παλιότερους στους νεότερους: Παλιά παράδοση λέει πως το χωριό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροχή — η 1. δόσιμο, χορήγηση, προμήθεια, τροφοδότηση: Παροχή ρεύματος, νερού κτλ. 2. αμοιβή, επίδομα: Οι παροχές της πολιτείας τη χρονιά που πέρασε ήταν περιορισμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)