-
21 обложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιβάλλω, περιθέτω περιστοιχίζω περικαλύπτω, σκεπάζω•нбо -ли дождевые тучи τον ουρανό σκέπασαν βροχοφόρα σύννεφα.
|| απρόσ. (για λαιμό, γλώσσα) ασπρίζω (λόγω ασθένειας)•язык -ло η γλώσσα άσπρισε.
|| παλ. • περψράβω.2. βλ. облицевать.3. πολιορκώ, περικυκλώνω•обложить город πολιορκώ την πόλη.
4. (για άγρια ζώα) κυκλώνω.5. επιβάλλω (φόρο, πρόστιμο, δόσιμο κ.τ.τ.).6. βρίζω άσχημα, περιλούζω• σκυλοβρίζω.1. περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι.2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•нбо тучами -лось ο ουρανός σκεπάστηκε από σύννεφα.
3. κάνω λάθος στην τοποθέτηση. -
22 определение
-я ουδ.1. καθορισμός, προσδιορισμός. || διασαφήνιση, διευκρίνηση, ξεκαθάρισμα.2. ορισμός, διατύπωση.3. σημείωση, διαγραφή, διάγραμμα.4. καθιέρωση. || χορήγηση, παροχή, δόσιμο. || προκαθορισμός.5. διορισμός, τοποθέτηση.6. (για συνθήκες περιβάλλοντος κ.τ.τ.) καθορισμός.7. απόφαση•-суда απόφαση δικαστηρίου.
8. (γραμμ.) προσδιορισμός•определение времени, места, образа действия χρονικός, τοπικός, τροπικός προσδιορισμός.
-
23 пасовка
-и θ.δόσιμο πάσας• η πάσα. -
24 подавание
-я ουδ.δόσιμο..σερβίρισμα. -
25 подачка
-и θ.1. μέρος φαγητού ριχνόμενο στα ζώα.2. προσφορά, δόσιμο (από ευσπλαχνία), -
26 подворный
επ. παλ. κατά νοικοκυριό•-ая перепись καταγραφή κατά νοικοκυριό•
подворный ая подать δόσιμο (φόρος) κατά νοικοκυριό.
-
27 поддавание
-я ουδ.δόσιμο προς τα πάνω, ανάδοση, ανάρριψη, πέταγμα προς τα πάνω. -
28 подымный
επ. παλ. κατά σπίτι•-ая подать δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι.
-
29 предоставление
-я ουδ.παροχή, χορήγηση, δόσιμο• παραχώρηση, εκχώρηση•предоставление кредита παροχή πίστωσης•
предоставление жилой площади χορήγηση οικόπεδου•
предоставление работы παροχή εργασίας•
с -ем себе право επιφυλάσσοντας στον εαυτό μου το δικαίωμα•
предоставление права παραχώρηση δικαιώματος.
-
30 преподнесение
-я ουδ.προσφορά, δόσιμο•преподнесение подарка προσφορά δώρου.
-
31 преподношение
-я ουδ.1. προσφορά, δόσιμο.2. δώρο. -
32 придание
-я ουδ.1. δόσιμο, χορήγηση επιπρόσθετα.2. πρόσδοση, μεγάλωμα, επαύξηση, ενίσχυση, δυνάμωμα. -
33 придача
-и θ.1. δόσιμο, χορήγηση επιπρόσθετα.2. επίδομα επιπροσθήκη.εκφρ.в -у κ. на -у – επιπρόσθετα, συμπληρωματικά, παραπάνω, επί πλέον. -
34 принесение
-я ουδ.απόδοση, δόσιμο, παροχή. -
35 прописывание
-я ουδ.καθορισμός, δόσιμο•прописывание врачом лекарства καθορισμός των φαρμάκων από το γιατρό.
-
36 просчёт
-а α.1. μέτρηση, -μα, λογάριασμα.2. λάθος στο μέτρημα, δόσιμο παραπάνω.3. λάθος στους υπολογισμούς (πέσιμο έξω). -
37 сговор
-а α.1. παλ. συμφωνία μνηστείας, αρραβώνα, δόσιμο λόγου, λογόστεμα. || οι αρραβώνες, η μνηστεία (η τελετή).2. συμφωνία. || συνομωσία•преступный сговор εγκληματική συνομωσία.
-
38 сдача
-и θ.1. παράδοση, δόσιμο•сдача дежурства παράδοση υπηρεσίας•
сдача хлеба государству παράδοση σιταριού στο κράτος•
сдача города παράδοση της.πόλης.
|| (χαρτπ.) διανομή χαρτιών,2. τα ρέστα•сдача получить -у παίρνω τα ρέστα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δόσιμο — το (Μ δόσιμον) 1. προσφορά, παροχή 2. φόρος νεοελλ. το μίσθωμα που καταβάλλει κάθε χρόνο ο γεωργός στον γαιοκτήμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού αρχ. επιθ. δόσιμος] … Dictionary of Greek
δόσιμο — το, ατος 1. το να δίνει κανείς κάτι. 2. φόρος: Δεν τα βγάζει πέρα με τόσα δοσίματα που πληρώνει στο κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek
καθομολόγηση — η 1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου 2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» υπόσχεση πίστεως β) «καθομολόγηση ιατρού» ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογία γ)… … Dictionary of Greek
χειρόδοτος — ον, Α 1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι 2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ. β) «χειρόδοτα παράφερνα» κινητή περιουσία. επίρρ... χειροδότως Μ στο χέρι, με δόσιμο στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δοτός… … Dictionary of Greek
απονομή — η το ακριβοδίκαιο δόσιμο: Η απονομή των τιμητικών διπλωμάτων στους καλλιεργητές πρότυπων αγροκτημάτων θα γίνει την προσεχή Κυριακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορκωμοσία, η — και ορκοδοσία η ένορκη βεβαίωση, το δόσιμο όρκου: Ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδοση — η 1. δόσιμο: Παράδοση των χρημάτων στον ίδιο. 2. μεταβίβαση: Η παράδοση της εξουσίας από τους δικτάτορες σπάνια γίνεται με ειρηνικό τρόπο. 3. άγραφη μυθική διήγηση που περνά από τους παλιότερους στους νεότερους: Παλιά παράδοση λέει πως το χωριό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροχή — η 1. δόσιμο, χορήγηση, προμήθεια, τροφοδότηση: Παροχή ρεύματος, νερού κτλ. 2. αμοιβή, επίδομα: Οι παροχές της πολιτείας τη χρονιά που πέρασε ήταν περιορισμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)