-
1 δολιοί
δολίζωadulterate: fut opt act 3rd sg (attic epic doric)δολιόωdeal treacherously with: pres ind mp 2nd sgδολιόωdeal treacherously with: pres opt act 3rd sgδολιόωdeal treacherously with: pres ind act 3rd sg -
2 δολιοῖ
δολίζωadulterate: fut opt act 3rd sg (attic epic doric)δολιόωdeal treacherously with: pres ind mp 2nd sgδολιόωdeal treacherously with: pres opt act 3rd sgδολιόωdeal treacherously with: pres ind act 3rd sg -
3 Δόλιοι
Δόλιοςcrafty: masc nom /voc pl -
4 δόλιοι
δόλιοςcrafty: masc nom /voc plδόλιοςcrafty: masc /fem nom /voc pl -
5 δόλιοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δόλιοι
-
6 κακο-μήτωρ
κακο-μήτωρ, ορος, eine unglückliche od. böse Mutter habend, Hesych., Erkl. von ἀμήτωρ. – Aber Man. 4, 307 steht κακομήτορες neben δόλιοι = κακομῆται, vielleicht in κακομήστορες zu ändern.
-
7 τυφώδης
A delirious, Hp.Epid.4.2, al.; also of the fever, ib.2.5.16, Gal.6.850, Erot.II metaph., deceitful, μονογνώμονες, τυφώδεις, δόλιοι Vett. Val.12.4, cf. 2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφώδης
-
8 ὕπουλος
ὕπουλ-ος, ον, of sores,A extending inwards, under the surface of the flesh, enclosed,τὰ συριγγώδη καὶ ὅσα ὕ. ἐστι καὶ ἔντοσθε κεκοιλασμένα Hp.Medic.11
; ὅσα μὲν ἔχει στόμα μέγα καὶ οὐ ταχὺ συμφύεται, ταῦτα καίειν δεῖ, ὅπως ἡ ἐσχάρα ἐκεῖ πέσῃ· οὕτως γὰρ οὐκ ἔσται ὕπουλα, i.e. there will be no internal accumulation of pus, Arist.Pr. 863a12; also of the part affected, festering, purulent,σῶμα Cratin.351
, cf. Plu.Lyc.4;ἐπιληψίαι Gal.Vict.Att. 1
; .2 metaph., with festering sores underneath, unsound, hollow, οἰδεῖ καὶ ὕ. ἐστιν [ ἡ πόλις] Id.Grg. 518e; ὕ. τὴν ψυχὴν ποιήσει ib. 480b;ὕ. τέλμα
treacherous,Plu.
Rom.18; ὕ. εὐνομία (v.l. αὐτονομία) hollow, unreal, Th.8.64;ὕ. ἡσυχία D.18.307
; applied to the Trojan horse, S.Fr. 1105; κάλλος κακῶν ὕπουλον a fair outside, but fraught with ills below, Id.OT 1396;ὕ. μάντευμα
false, fallacious,Paus.
3.7.3;φαντασίαι Gal.7.203
;λόγοι Babr.44.4
; of persons, false, deceitful,ἀνὴρ ὕ. δίκτυον κεκρυμμένον Men.Mon. 587
;δόλιοι καὶ ὕ. Phld.Ir.p.60
W., cf. Plu. Caes.60, etc.;ὕ. οἱ Ἀττικοί Dicaearch.1.4
; concealed, [ δόξαι], ἔχθρα, Phld.D.1.24, D.H.3.28; of evils, festering within,οἴημα Plu.2.44a
; στάσεις ib.329b. Adv., - ως διακεῖσθαί τινι to be secretly hostile to one, Plb.10.35.6; ὑ. ἀκροᾶσθαι render a hollow obedience, Plu.Luc.21; joined with δολίως, Epigr.Gr.387 (Apamea Cibotus). (Perh. from ὑπείλλω, lit. shut up, suppressed; ὕπουλον = a 'gathering'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπουλος
-
9 κατάλαλος
κατάλαλος, ον (s. two prec. entries) pert. to speaking ill of others, slanderous w. δίψυχοι Hs 8, 7, 2. W. δόλιοι 9, 26, 7. Subst. ὁ κ. (POxy 1828 r, 3) slanderer (in a list of vices) Ro 1:30 (κακολάλους D); Hs 6, 5, 5.—DELG s.v. λαλέω. TW. -
10 ἐργάτης
ἐργάτης, ου, ὁ (s. prec. three entries; Trag., Hdt.+; loanw. in rabb.).① one who is engaged in work, worker, laborerⓐ of pers. engaged in physical labor Mt 10:10; Lk 10:7; 1 Ti 5:18; D 13:2; ὁ ἀγαθὸς ἐ. 1 Cl 34:1. Esp. of agricultural laborers (Soph., Oed. R. 859 al.; Wsd 17:16; Philo, Agr. 5 al. γῆς ἐ.) Mt 9:37f; Lk 10:2; Js 5:4; GJs 18:2 (not pap). Of workers in a vineyard Mt 20:1f, 8; ὁ περί τι ἐ. (Ps.-Demosth. 35, 32 οἱ περὶ τὴν γεωργίαν ἐργάται) workers engaged in someth. Ac 19:25.ⓑ in transf. sense, of apostles and teachers: ἐργάται δόλιοι deceitful workers 2 Cor 11:13; κακοὶ ἐ. Phil 3:2; ἐ. ἀνεπαίσχυντος 2 Ti 2:15.—THaraguchi, ZNW 84, ’93, 178--95.② one who effects someth. through work, a doer w. gen. (X., Mem. 2, 1, 27 τ. καλῶν κ. σεμνῶν; Aristoxenus, Fgm. 43 ἐ. φιλίας; Dio Chrys. 53 [70], 1 τ. ἀργῶν; Sextus 384 ἀληθείας; GrBar 13:4 τῶν τοιούτων; EpArist 231 ἀγαθῶν; Philo, Leg. All. 1, 54 τ. ἀρετῶν) ἐ. ἀδικίας one who does what is wrong, an evildoer Lk 13:27 (PHoffmann, ZNW 58, ’67, 188–214). ἐ. ἀνομίας (1 Macc 3:6; ἐ. τῆς ἀ. Just., A I, 16, 11) 13:27 v.l.; 2 Cl 4:5.—DELG s.v. ἔργον. M-M. EDNT. TW.
См. также в других словарях:
δολιοῖ — δολίζω adulterate fut opt act 3rd sg (attic epic doric) δολιόω deal treacherously with pres ind mp 2nd sg δολιόω deal treacherously with pres opt act 3rd sg δολιόω deal treacherously with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόλιοι — Δόλιος crafty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλιοι — δόλιος crafty masc nom/voc pl δόλιος crafty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτήριο — το (AM βουλευτήριον) το κτήριο ή ο χώρος όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές ή τα μέλη συμβουλίου αρχ. 1. το σύνολο των βουλευτών, οι βουλευτές ως σώμα 2. φρ. «δόλια βουλευτήρια» δόλιοι, κακόπιστοι σύμβουλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω)… … Dictionary of Greek
κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… … Dictionary of Greek
καρία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… … Dictionary of Greek
καριά — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… … Dictionary of Greek
παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… … Dictionary of Greek
στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… … Dictionary of Greek
Βεδουίνοι — Νομαδικές ή ημινομαδικές φυλές που ζουν στις έρημους της βόρειας και βορειοανατολικής Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και, κυρίως, της Αραβίας (ο όρος από το αραβικό μπατάουι, που σημαίνει κάτοικος της ερήμου που ζει νομαδικά). Είναι μουσουλμάνοι,… … Dictionary of Greek