-
1 διαβαινω
(fut. διαβήσομαι, aor. 2 διέβην, pf. διαβέβηκα)1) широко расставлять ноги(ἐκκλίνειν καὴ διαβεβηκέναι Arst.; κολοσσοὴ διαβεβηκότες Plut.)
εὦ διαβάς Hom. — прочно упершись (в землю) расставленными ногами;2) переходить(τάφρον Hom.; ἐπὴ κλίνην ἀπὸ κλίνης Plut.; перен. διαβῆναι ἐξ ἄλλου γένους εἰς ἄλλο Arst.)
3) пересекать, переплывать(ποταμόν Her., Xen., Plut. и διὰ ποταμοῦ Xen.; τὸν Εὐρώταν Plut.)
4) переправляться, переезжать(ἐς Ἤλιδα διαβήμεναι Hom.; ἄνευ γεφυρῶν Xen.; εἰς τέν νῆσον Arst.; εἰς Ἀσίαν ἐξ Εὐρώπης Plut.; πρὸς τὸ τῆς Ἄγρας, sc. ἱερόν Plat.)
5) обращаться(τῷ λόγῳ ἔς τινα Her.)
6) превосходить, превышать(τῇ δυνάμει τοῦ λόγου Plut.)
-
2 διαβαίνω
(αόρ. (ε)διάβηκα и διέβην) 1. μετ.1) проходить, проезжать; переходить, переезжать;διαβαίνω εμπόδια — преодолевать препятствия;
2) воен, форсировать; переправляться;διαβαίνω ποταμό — форсировать реку;
2. αμετ.1) проходить, протекать (о времени); 2) проходить; μέριασε να διαβώ посторонись, дай пройти; 3) пройти, окончиться, миновать; η αγάπη εδιάβηκεν любовь уже прошла; η μητέρα του εδιάβηκε τα ογδόντα его матери (перевалило) за восемьдесят (лет) -
3 διαβαίνω
{с.гл., 3}переходить, пересекать, переправляться (Лк. 16:26; Деян. 16:9; Евр. 11:29).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαβαίνω
-
4 διαβαίνω
{с.гл., 3}переходить, пересекать, переправляться (Лк. 16:26; Деян. 16:9; Евр. 11:29).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαβαίνω
-
5 διαβαίνω
переходить, пересекать, переправляться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαβαίνω
-
6 διαβαίνω
-
7 διαβατεος
-
8 αντιδιαβαινω
переправляться навстречу(ἐπειδέ ὅ Πέρσης ἐπὴ τέν Ἑλλάδα διέβη, ἀντιδιαβῆναι ἐπ΄ αὐτόν Xen.)
-
9 δια-
(у Hom. часто in tmesi) приставка со знач.:1) сквозного движеная, проникновения (διαβαίνω)2) распределенного действия (διαπέμπω)3) разделения (διαλύω)4) взаимности (διαλέγομαι)5) усиления (διαφθείρω)6) завершенности (διαπράττω) -
10 εκδιαβαινω
-
11 επιδιαβαινω
(fut. ἐπιδιαβήσομαι) воен. (вслед за кем-л.) переправляться, переходить(ποταμόν Her.; τάφρον Thuc.)
ἐ. ἐπί τινα Polyb. — переправиться для того, чтобы напасть на кого-л.;φεύγουσι διώξαντες ἐπιδιέβαινον Xen. — преследуя бегущих, они совершили переправу -
12 ξυνδιαβαινω
вместе переходить, переправляться Thuc., Xen.σ. τινί Plut. — переправляться с кем-л.
-
13 προδιαβαινω
-
14 συνδιαβαινω
вместе переходить, переправляться Thuc., Xen.σ. τινί Plut. — переправляться с кем-л.
-
15 διάβα
I η, τό1) проход, проезд; переправа; переход, переезд; 2) прохождение, течение (времени);με τού καιρού τα διάβατα — со временем
διάβα2II προστ. от διαβαίνω -
16 διάβηκα
αόρ. от διαβαίνω -
17 διέβην
αόρ. от διαβαίνω -
18 1224
{с.гл., 3}переходить, пересекать, переправляться (Лк. 16:26; Деян. 16:9; Евр. 11:29).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1224
См. также в других словарях:
διαβαίνω — stride pres subj act 1st sg διαβαίνω stride pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαίνω — διαβαίνω, διάβηκα, (να διαβώ) βλ. πίν. 92 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαβαίνω — (AM διαβαίνω) Ι. (μτθ. με αιτ.) 1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω 2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο 3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο II. (αμτβ.) 1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ 2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να… … Dictionary of Greek
διαβαίνω — διάβηκα 1. μτβ., περνώ κάτι, περνώ από έναν τόπο, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο: Διαβαίνω καθημερινά τη γέφυρα του ποταμού για να φτάσω στο σχολείο. 2. αμτβ., περνώ, κυλώ και παρέρχομαι: Οι ευτυχισμένες ώρες διαβαίνουν πολύ γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβαίνετε — διαβαίνω stride pres imperat act 2nd pl διαβαίνω stride pres ind act 2nd pl διαβαίνω stride imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαίνῃ — διαβαίνω stride pres subj mp 2nd sg διαβαίνω stride pres ind mp 2nd sg διαβαίνω stride pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήσῃ — διαβαίνω stride aor subj act 3rd sg διαβαίνω stride aor subj mid 2nd sg (epic) διαβαίνω stride fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαφροδιαβαίνω — διαβαίνω με ελαφρό βήμα (για πτηνά, με ελαφρό πέταγμα για τον άνεμο, με ελαφριά πνοή). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβαίνω] … Dictionary of Greek
διαβαινόντων — διαβαίνω stride pres part act masc/neut gen pl διαβαίνω stride pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαῖνον — διαβαίνω stride pres part act masc voc sg διαβαίνω stride pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαίητε — διαβαίνω stride aor opt act 2nd pl διαβαίνω stride aor subj act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)