-
1 συνδιαβαινω
вместе переходить, переправляться Thuc., Xen.σ. τινί Plut. — переправляться с кем-л.
См. также в других словарях:
συνδιαβαίνω — Α διέρχομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
ξυνδιαβάντων — συνδιαβαίνω go through aor part act masc/neut gen pl συνδιαβαίνω go through aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβάντα — συνδιαβαίνω go through aor part act neut nom/voc/acc pl συνδιαβαίνω go through aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβαίνοντος — συνδιαβαίνω go through pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβεβηκέναι — συνδιαβαίνω go through perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβεβηκότων — συνδιαβαίνω go through perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβᾶσι — συνδιαβαίνω go through aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβάντας — συνδιαβαίνω go through aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβάντες — συνδιαβαίνω go through aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβῆναι — συνδιαβαίνω go through aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνδιαβάς — ξυνδιαβά̱ς , συνδιαβαίνω go through aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)