-
1 ασαφεία
-
2 ἀσαφείᾳ
-
3 ασάφεια
-
4 ἀσάφεια
-
5 ασαφεια
-
6 ασάφεια
η неясность, нечёткость, неопределённость; загадочность, непонятность -
7 ασάφεια
[асафиа] ουσ. Θ. неясность, неопределенность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασάφεια
-
8 ασάφεια
[асафиа] ουσ θ неясность, неопределенность. -
9 ἀσάφεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσάφεια
-
10 ἀσάφεια
-
11 ασάφεια
belirsizlik, muğlaklık -
12 ασάφεια
ambiguityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασάφεια
-
13 ambiguity
ασάφεια -
14 belirsizlik
ασάφεια, αοριστία, αοριστολογία -
15 ασαφείας
ἀσαφείᾱς, ἀσάφειαwant of clearness: fem acc plἀσαφείᾱς, ἀσάφειαwant of clearness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἀσαφείας
ἀσαφείᾱς, ἀσάφειαwant of clearness: fem acc plἀσαφείᾱς, ἀσάφειαwant of clearness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 неясность
нея́сн||остьж ἡ ἀσάφεια, ἡ ἀοριστία:тут имеется \неясность ἐδῶ ὑπάρχει ἀσάφεια. -
18 невразумительность
-и θ.ασάφεια•невразумительность ответа ασάφεια απάντησης.
-
19 неопределённость
-и θ.αοριστία, ασάφεια•неопределённость ответа ασάφεια απάντησης.
-
20 туман
туман 1-а (туману) α.1. ομίχλη, καταχνιά, αντάρα•заволакиваться -ом σκεπάζομαι απο ομίχλη, ανταριάζω.
2. μτφ. θολούρα, θάμβος των ματιών. || μτφ. ασάφεια πνευματική, συσκότιση, θόλωμα• αοριστία, αβεβαιότητα•туман будущего αβεβαιότητα για το μέλλον.
εκφρ.туман в глазах у кого – έχει θολούρα, ασάφεια, δεν είναι οξυδερκής, δε βλέπει μακριά διανοητικά•туман в голове у кого – έχει θολούρα στο κεφάλι κάποιος• (как) в -е α) ασαφώς,αμυδρώς, θολά• ωχρά•помню как в -е – θυμούμαι αμυδρώς. β) στα τυφλά• αόριστα•напустить ή навести -у – θολώνω, συσκοτίζω, συγχύζω.туман 2κ. томан-а α.το τομάν, (παλαιό περσικό νόμισμα).
См. также в других словарях:
ἀσαφείᾳ — ἀσαφείᾱͅ , ἀσάφεια want of clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάφεια — want of clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάφεια — η (AM ἀσάφεια, Α και φία και φίη) [ασαφής] η έλλειψη σαφήνειας … Dictionary of Greek
ασάφεια — η έλλειψη σαφήνειας, σκοτεινότητα: Το γράψιμό του το διακρίνει μια ασάφεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσαφείας — ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem acc pl ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφειῶν — ἀσάφεια want of clearness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφείαις — ἀσάφεια want of clearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφείης — ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάφειαν — ἀσάφεια want of clearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψελλίζω — Α ψελλίζω κάτι προηγουμένως, μιλώ με ασάφεια πριν από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψελλίζω «μιλώ, εκθέτω κάτι με ασάφεια»] … Dictionary of Greek
АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ — АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ. В статье рассмотрена преимущественно комментаторская традиция 1 в. дон.э. бв.н.э.О комментаторах сирийских, арабских, византийских, средневековых латинских и еврейских см. Аристотелизм. ГРЕЧЕСКИЕ КОММЕНТАТОРЫ.… … Античная философия