-
1 απορρίπτω
[апоррипто] р. отвергать, отклонять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απορρίπτω
-
2 отказать
отказатьсов, отказывать несов1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:\отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·2. (о механизме и т. п.) σταματώ·3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία). -
3 провалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. γκρεμίζω•провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•
на половину μισογκρεμίζω.
2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.
|| σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•провалить предложение απορρίπτω πρόταση.
|| απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.
1. πέφτω•провалить в яму πέφτω στο λάκκο.
2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.
|| εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.εκφρ.как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•-лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος). -
4 отклонить
отклонить, отклонять αποκλίνω, απορρίπτω" αποκρούω (отвергать) \отклониться παρεκκλίνω* απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι (от темы)* * *= отклонятьαποκλίνω, απορρίπτω; αποκρούω ( отвергать) -
5 отвергать
отвергатьнесов, отвергнуть сов ἀπορρίπτω, ἀποκρούω, ἀποποιούμαι, ἀρνιέμαι:\отвергать предложение ἀπορρίπτω τήν πρόταση· \отвергать помощь ἀποποιούμαι τήν βοήθεια. -
6 отклонить
отклонитьсов, отклонять несов1. (в сторону) παρεκκλίνω, ἀποκλίνω·2. (отвергать) ἀπορρίπτω:\отклонить ходатайство ἀπορρίπτω τήν αίτηση. -
7 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
-
8 бракованный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бракованный
-
9 забраковывать
βγάζω σκάρτο/ελαττωματικό, απορρίπτω (λόγω ακαταλληλότη-τας/ελαττωματικότητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забраковывать
-
10 отбраковка
η απόρριψη (λόγω κακής ποιότητας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбраковка
-
11 отклонять
1. (отодвинуть в сторону, наклонять) αποκλίνω, γέρνω 2. (отказывать) απορρίπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отклонять
-
12 отрицать
1. (не соглашаться) αρνούμαι 2. (опровергать) απορρίπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрицать
-
13 предложение /
1. (действие, то, что предлагается) η πρότασηвстречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρότασηделать - κάνω/υποβάλλω -изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /
-
14 отвезти
-
15 отвергать
= отвергнутьαπορρίπτω, αποκρούω, αρνιέμαι -
16 забраковать
забраковатьсов, забраковывать несов βγάζω σκάρτο, ἀπορρίπτω. -
17 отвод
отводм1. (воды) ἡ παροχέτευση [-ις], ἡ ἀποχέτευση [-ις]·2. (кандидата и т. п.) ἡ ἐξαίρεση [-ις]:дава́ть \отвод ἀπορρίπτω τήν ὑποψηφιότητα· подлежащий \отводу ἀπορριπτέος, ἐξαιρέσιμος·3. тех. ἡ γωνιά / эл. ἡ διακλάδωση (σωλήνα, ήλεκτροσυρμάτων κ.λ.π.), τό κύρτωμα, ἡ καμπή·4. (земель) ἡ παροχή, ἡ ἀπονομή· ◊ для \отвода глаз γιά τά μάτια -
18 отводить
отводитьнесов1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):\отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):\отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου. -
19 проваливать
проваливатьнесов разг χαντακώνω/ ἀπορρίπτω (на экзамене)· ◊ проваливай! ϋδειασέ μου τή γωνιά!, δίνε του!, στρίβε! \проваливаться1. (чадать, обрушиваться) καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι, πέφτω:крыша проваливается ἡ σκεπή πέφτει· \проваливаться в яму πέφτω στό λάκκο·2. черен, разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω:\проваливаться на экзамене ἀπέτυχε στίς ἐξετάσεις. -
20 резать
резатьнесов1. κόβω, κόπτω/ τεμαχίζω, κομματιάζω, κόβω φέτες (ломтями):\резать ножницами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζὠ \резать хлеб κόβω ψωμί·2. (убивать) σφάζω·3. (по дереву и т. п.) γλύφω, σκαλίζω·4. (вскрывать) разг ἀνοίγω, κόβω:\резать нарыв ἀνοίγω τό ἀπόστημά5. (причинять боль) σουβλίζω, κόβω, πονώ:веревка режет пальцы τό σχοινί μοδ κόβει τά δάχτυλα· свет мне режет глаза τό φῶς μοῦ χτυπά στά μάτια· режет в желудке αἰσθάνομαι σουβλιές στό στομάχι·6. (производить неприятное впечатление) ἐνοχλω, χτυπώ:режет слух (ухо) χτυπά ἀσχημα (στ' αὐτί)·7. (на экзамене) разг ἀπορρίπτω στίς ἐξετάσεις-◊ \резать по живому месту παίρνω δραστήρια μέτρα· \резать правду в глаза разг λέγω κατάμουτρα τήν ἀλήθεια.
См. также в других словарях:
απορριπτώ — ἀπορριπτῶ ( έω) (Α) [ριπτώ ( έω)] απορρίπτω, πετώ … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απορρίπτω, απέρριψα (σπάν. απόρριψα) βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπορρίπτω — ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres subj act 1st sg ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορρῖπτον — ἀπορρίπτω throw away pres part act masc voc sg ἀπορρίπτω throw away pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερρῖφθαι — ἀπορρίπτω throw away perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέρριψ' — ἀπέρρῑψα , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 1st sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away plup ind mp 2nd sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away perf imperat mp 2nd sg ἀπέρρῑψε , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd sg ἀπέρρῑψαι , ἀπορρίπτω throw away… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπτούσας — ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem gen sg (doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)