-
1 отказать
отказать, отказывать αρνιέμαι, αρνούμαι* не откажите в любезности... έχετε την καλοσύνη να... \отказаться αρνούμαι·не откажусь δε λέγω όχι* * *= отказыватьαρνιέμαι, αρνούμαιне откажи́те в любе́зности... — έχετε την καλοσύνη να...
-
2 отрицать
-
3 отпираться
отпираться Iнесов (открываться) ἀνοίγω, ἀνοίγομαι.отпираться IIнесов (отказываться от чего-л.) разг ἀρνιέμαι, ἀρνοῦμαι:\отпираться от своих слов ἀρνιέμαι τά λόγια μου. -
4 отвезти
-
5 отвергать
= отвергнутьαπορρίπτω, αποκρούω, αρνιέμαι -
6 дезавуировать
дезавуироватьсов и· несов ἀποκηρύττω, ἀρνιέμαι, ἀπαρνούμαι. -
7 наотрез
наотрезнареч ρητώς, κατηγορηματικά, νέττα σκέττα:отказаться \наотрез ἀρνιέμαι κατηγορηματικά. -
8 отвергать
отвергатьнесов, отвергнуть сов ἀπορρίπτω, ἀποκρούω, ἀποποιούμαι, ἀρνιέμαι:\отвергать предложение ἀπορρίπτω τήν πρόταση· \отвергать помощь ἀποποιούμαι τήν βοήθεια. -
9 отказать
отказатьсов, отказывать несов1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:\отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·2. (о механизме и т. п.) σταματώ·3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία). -
10 отнекиваться
отнекиватьсянесов разг ἀρνιέμαι. -
11 отказывать
[ατκάζυβατ*] ρ. αρνιέμαι -
12 отнекиваться
[ατνιέκιβατ'σα] ρ. αρνιέμαι -
13 отпираться
[ατπιράτ'σα] ρ. αρνιέμαι -
14 отказывать
[ατκάζυβατ'] ρ αρνιέμαι -
15 отнекиваться
[ατνιέκιβατ'σα] ρ αρνιέμαι -
16 отпираться
[ατπιράτ'σα] ρ αρνιέμαι -
17 отнюдь
επίρ.καθόλου, διόλου•я отнюдь не верю его обещаниям εγώ καθόλου δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του•
я отнюдь не отказываюсь καθόλου δεν αρνιέμαι•
он отнюдь не такого мнения αυτός καθόλου δεν έχει τέτοια γνώμη.
-
18 отречься
-екусь, -ечшься, -екутся παρλθ. χρ. отркся, отреклась, -лосьρ.σ. αρνούμαι, αρνιέμαι• αποποιούμαι, αποστέργω•отречься от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.
|| απαρνούμαι•они -клись от револиции αυτοί απαρνήθηκαν την επανάσταση•
отречься от своего мнения απαρνούμαι τη γνώμη μου.
|| παραιτούμαι•от престола παραιτούμαι από το θρόνο.
См. также в других словарях:
αρνιέμαι — αρνιέμαι, αρνήθηκα βλ. πίν. 59 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρνιέμαι — βλ. αρνούμαι … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… … Dictionary of Greek
αρνούμαι — αρνούμαι, αρνήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. αρνιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρνούμαι — και αρνιέμαι και αρνιούμαι ήθηκα ή ίστηκα 1. δεν παραδέχομαι την ύπαρξη ή την αλήθεια κάποιου, αποκρούω, απορρίπτω: Αρνιέται την ύπαρξη μεταθανάτιας προσωπικής ζωής. 2. απαρνιέμαι, εγκαταλείπω: Αρνήθηκε τους γονιούς του και τον τόπο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακούω — παράκουσα, παρακούστηκα 1. δεν ακούω καλά, ακούω λάθος: Παρακούει η γιαγιά και μας λέει άλλα γι άλλα. 2. δεν ακούω, απειθώ, αρνιέμαι να υπακούω: Στις κατασκηνώσεις δε γίνονται δεχτοί όσοι παρακούνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)