Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αρνιέμαι

См. также в других словарях:

  • αρνιέμαι — αρνιέμαι, αρνήθηκα βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρνιέμαι — βλ. αρνούμαι …   Dictionary of Greek

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αρνούμαι — αρνούμαι, αρνήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. αρνιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρνούμαι — και αρνιέμαι και αρνιούμαι ήθηκα ή ίστηκα 1. δεν παραδέχομαι την ύπαρξη ή την αλήθεια κάποιου, αποκρούω, απορρίπτω: Αρνιέται την ύπαρξη μεταθανάτιας προσωπικής ζωής. 2. απαρνιέμαι, εγκαταλείπω: Αρνήθηκε τους γονιούς του και τον τόπο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακούω — παράκουσα, παρακούστηκα 1. δεν ακούω καλά, ακούω λάθος: Παρακούει η γιαγιά και μας λέει άλλα γι άλλα. 2. δεν ακούω, απειθώ, αρνιέμαι να υπακούω: Στις κατασκηνώσεις δε γίνονται δεχτοί όσοι παρακούνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»