Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρεκτρέπομαι

  • 1 παρεκτρέπομαι

    [парэктрэпомэ]

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρεκτρέπομαι

  • 2 отклонить

    отклонить, отклонять αποκλίνω, απορρίπτω" αποκρούω (отвергать) \отклониться παρεκκλίνω* απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι (от темы)
    * * *
    = отклонять
    αποκλίνω, απορρίπτω; αποκρούω ( отвергать)

    Русско-греческий словарь > отклонить

  • 3 отклониться

    παρεκκλίνω; απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι ( от темы)

    Русско-греческий словарь > отклониться

  • 4 забываться

    забыва||ться
    1. (впадать в сонное состояние) χάνω τίς αἰσθήσεις μου / τόν παίρνω ἐλαφρά, ἀποκοιμιέμαι, λαγοκοι-μιέμαι (дремать)·
    2. (замечтаться) ρεμβάζω, ὁνειροπολώ·
    3. (переходить границы дозволенного) ξεχνώ ποῦ βρίσκομαι, παρεκτρέπομαι, ξεπερνώ τά ὀρια:
    не \забыватьсяйтесь! μήν παρεκτρέπεστε!

    Русско-новогреческий словарь > забываться

  • 5 переступать

    переступать
    несов, переступить сов
    1. ὑπερπηδώ, διαβαίνω, περνώ:
    \переступать порог περνώ τό κατώφλι·
    2. перен βιάζω, παραβιάζω:
    \переступать границы ὑπερβαίνω τά ὀρια, παρεκτρέπομαι· ◊ едва переступа́ть ногами σέρνομαι μετά βίας· переступать с ноги на йогу στηρίζομαι πότε στό ἕνα πόδι πότε στό ἀλλο.

    Русско-новогреческий словарь > переступать

  • 6 буйствовать

    -ствую, -ствуешь, ρ.δ.
    εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, τσακώνομαι, διαπληκτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > буйствовать

  • 7 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 8 дурить

    -рю, -ришь
    ρ.δ.
    εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, κάνω άπρεπειες, τρελλες. || καπριτσώνω, κάνω καπρίτσια• πεισματώνω•

    лошадь -ит το άλογο κάνει καπρίτσια.

    εκφρ.
    дурить голову кому – σκοτίζω το κεφάλι κάποιου, θολώνω τα μυαλά.

    Большой русско-греческий словарь > дурить

  • 9 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 10 задурить

    -рю, -ришь
    ρ.σ.
    1. (απλ;) συσκοτίζω, σκοτίζω, συγχίζω•

    задурить голову σκοτίζω το κεφάλι (τα μυαλά).

    2. αρχίζω να παρεκτρέπομαι κλπ. ρ. βλ. дурить.

    Большой русско-греческий словарь > задурить

  • 11 избегать

    ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•

    -ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.

    1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.
    2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.
    ρ.δ.
    1. αποφεύγγώ•

    он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•

    они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•

    избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω•

    избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•

    опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > избегать

  • 12 лишний

    -яя -ее
    επ.
    1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•

    я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•

    -ие деньги παραπανίσια χρήματα•

    лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•

    -ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.

    ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.
    2. άχρηστος•

    -ие вещи περίσσια πράγματα.

    3. επιπρόσθετος• έξτρα.
    εκφρ.
    с -им – και πάνω ή παραπάνω•
    не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•
    позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лишний

  • 13 панталык

    -а (-у) α: сбить с -у α) συγχύζω, μπερδεύω, β) χαλνώ τη διαγωγή κάποιου ή κάνω να πάρει• κακό δρόμο, παρεκτρέπω, διαφθείρω•

    сбиться с -у α) συγχύζομαι, συσκοτίζομαι, μπερδεύομαι, β) παρεκτρέπομαι, παίρνω κακό δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > панталык

  • 14 переступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. υπερπηδώ, πηδώ• δρασκελώ• περνώ, διαβαίνω. || στηρίζομαι εναλλάξ•

    переступить с ноги на ногу στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι.

    2. μτφ. ξεπερνώ παραβαίνω, παραβιάζω•

    переступить границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό ρια καλής συμπεριφοράς)•

    переступить закон παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > переступить

  • 15 проказничать

    ρ.δ. ατακτώ, παρεκτρέπομαι, απειθαρχώ.

    Большой русско-греческий словарь > проказничать

  • 16 развратить

    -вращу, -вратишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развращённый, βρ: развратить щн, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. διαφθείρω. || διακορεύω.
    2. εκφυλίζω.
    3. παραχαϊδεύω, χαλνώ με την ήπια συμπεριφορά
    4. εκτρέπω.
    1. διαφθείρομαι.
    2. εκφυλίζομαι, εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι σε ανηθικότητες.
    3. είμαι παραχαϊδεμένος, κακοαναθρεμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > развратить

  • 17 роль

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος•

    исполнить роль тайшета παίζω το ρόλο του Αμλέτου•

    главная роль κύριος (βασικός) ρόλος•

    второстепенная роль δευτερεύων ρόλος•

    играть роль παίζω ρόλο•

    трудная.роль δύσκολος ρόλος•

    раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους•

    роль личности в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•

    он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.

    εκφρ.
    в -и – στο ρόλο• σαν, εν είδη•
    играть роль – έχω σημασία•
    войти в роль – αφομοιώνω το ρόλο•
    выйти из -и – εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι•
    это не играет никакой -и – αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο (δεν επιδρά καθόλου).
    θ.
    βλ. рол (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > роль

  • 18 совратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совращенный, βρ: -щн, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    παρεκτρέπω, παρασύρω• εκτρέπω από το σωστό δρόμο• ξεβγάζω (με κακή σημασία της λέξης). || αποπλανώ, ξελογιάζω, εξαπατώ, ξεγελώ.
    εκφρ.
    совратить с пути истинного – εκτρέπω από το σωστό δρόμο.
    παρεκτρέπομαι, παίρνω κακό δρόμο.
    εκφρ.
    совратить с пути истинного – εκτρέπομαι από την κανονική οδό.

    Большой русско-греческий словарь > совратить

  • 19 уклонить

    -они, -онишь
    - παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. παλ. απομακρύνω, αποκλίνω, δίνω άλλη κατεύθυνση. || μτφ. αποτρέπω•

    уклонить кого–нибудь от преступления αποτρέπω κάποιον από το έγκλημα.

    1. αποφεύγω, διαφεύγω•

    уклонить от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. μτφ. δεν επιθυμώ•

    от знакомств αποφεύγω τις γνωριμίες•

    уклонить от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκάθαρα.

    3. παρεκκλίνω, ξεφεύγω, αλλάζω κατεύθυνση•

    мы -лись вправо и попали в болото εμείς παρεκκλίναμε δεξιά και πέσαμε στο βάλτο•

    дорога -лась влево ο δρόμος έστριβε αριστερά.

    4. μτφ. εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уклонить

См. также в других словарях:

  • παρεκτρέπομαι — παρεκτρέπομαι, παρεκτράπηκα βλ. πίν. 180 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρεκτρέπομαι — παρεκτράπηκα 1. ξεφεύγω από την κανονική πορεία ή θέση ή γραμμή. 2. μτφ., παρασέρνομαι, ξεπερνώ τα ανεχτά όρια: Ο ομιλητής παρεκτράπηκε σε βρισιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… …   Dictionary of Greek

  • ακοσμώ — ἀκοσμῶ ( έω) (Α) [ἄκοσμος] 1. είμαι άτακτος, ατίθασος, δεν υπακούω 2. διαπράττω αδίκημα ή αμάρτημα, παρεκτρέπομαι …   Dictionary of Greek

  • ατακτώ — και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, έω) [άτακτος] κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. κάνω παράβαση 2. στασιάζω μσν. 1. βρίσκομαι σε αταξία 2. αυθαιρετώ αρχ. 1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία 2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή …   Dictionary of Greek

  • αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… …   Dictionary of Greek

  • βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… …   Dictionary of Greek

  • εκκυλίνδω — ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, έω) Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω II. ( ομαι) 1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω 2. παρασύρομαι από πάθη μσν. παρεκτρέπομαι αρχ. 1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση 2. κοινολογώ, διαδίδω …   Dictionary of Greek

  • εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»