-
1 αποικιακός
-
2 αποικιακός
[апикиакос] επ. колониальный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποικιακός
-
3 αποικιακός
[апикиакос] επ колониальный. -
4 αποικιακός
colonialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποικιακός
-
5 colonial
αποικιακός -
6 колониальный
-
7 колониальный
колониальныйприл ἀποικιακός:\колониальныйая политика ἡ ἀποικιακή πολιτική· \колониальныйые войска τά ἀποικιακά στρατεύματα· \колониальныйые державы οἱ ἀποικιακές δυνάμεις· \колониальный вопрос τό ἀποικιακό ζήτημα. -
8 колонизаторский
колониз||аторскийприл ἀποικιακός. -
9 πόλεμος
ο1) война;εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;
εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;
πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;
αποικιακός πόλεμ — колониальная война;
παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
(θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;
ψυχρός πόλεμ — холодная война;
ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;
εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;
αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;
σε κατάστηση -
10 колониальный
[καλανιάλ'νυϊ] επ. αποικιακός -
11 колониальный
[καλανιάλ'νυϊ] επ αποικιακός -
12 колониальный
επ.1. αποικιακός•-ые народы αποικιακοί λαοί•
-ые страны αποικιακές χώρες•
колониальный гнт αποικιακή καταπίειση•
-ые державы αποικιακές δυνάμεις (κράτη).
2. που ζουν κατά αποικίες•-ые коралловые полипы δεντροειδείς αποικίες κοραλλιών.
εκφρ.- ые войны – αποικιακοί πόλεμοι•- ые товары – αποικιακά εμπορεύματα•колониальный магазин; -ая лавка – μαγαζί, πρατήριο αποικιακών•- ые войско – αποικιακά στρατεύματα•- ая политика – αποικιακή πολιτική. -
13 колонизационный
επ.αποικιακός•-ое движение αποικιακό κίνημα•
-ая экспансия αποικιακή εξάπλωση.
-
14 колонистский
επ.αποικιακός, του άποικου•-ое хозяйство αποικιακό νοικοκυριό.
-
15 полуколониальный
επ.μισοαποικιακός, ημι-αποικιακός•-ая страна μισοαποικιακή χώρα.
См. также в других словарях:
αποικιακός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποικία 2. αυτός που δημιουργεί αποικίες («αποικιακές δυνάμεις») 3. αυτός που προέρχεται από τις αποικίες 4. (το ουδ. του πληθ. ως ουσ.) τα αποικιακά (ενν. προϊόντα) τα προϊόντα που προέρχονται από αποικίες ή από χώρες… … Dictionary of Greek
αποικιακός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αποικία: Ορισμένες μεγάλες χώρες ακολουθούν και σήμερα αποικιακή πολιτική. 2. ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., αποικιακά, τα προϊόντα που προέρχονταν από τις παλιές αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών (καφές, τσάι, κακάο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως … Dictionary of Greek
κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
αντιαποικιοκρατία — Θεωρητική θέση που είναι αντίθετη σε κάθε μορφή αποικιακής εκμετάλλευσης. Οι πρώτες εκδηλώσεις της συμπίπτουν με τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις. Η πολιτική της α. συνίσταται στην αρχή της πλήρους αυτοκυβέρνησης και στην καταγγελία της… … Dictionary of Greek
αποικιακή τέχνη — Είναι η θρησκευτική κυρίως τέχνη που άνθησε στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής (στο Περού, στη Βραζιλία και ιδίως στο Μεξικό), από το τέλος του 16ου και μέχρι τον 18o αι. Χρησιμοποίησε συνήθως μορφές από τον ρυθμό μπαρόκ, με… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek
Εμίν πασάς, Μεχμέτ — (Σιλεσία 1840 – Κονγκό 1892). Ψευδώνυμο του Γερμανού γιατρού και εξερευνητή Έντβαρντ Σνίτσλερ(Edward Schnitzler). Αρχικά εργάστηκε ως γιατρός του τουρκικού στρατού και στη συνέχεια τέθηκε στην υπηρεσία των Άγγλων, κατά τις επιχειρήσεις τους… … Dictionary of Greek