-
1 αποδιδώ
ἀποδίδωμιgive up: pres subj act 1st sgἀποδίδωμιgive up: pres ind act 1st sg (epic)——————ἀποδίδωμιgive up: pres subj act 3rd sg -
2 αποδίδω
αποδίν||ω (αόρ. απέδωσα и απέδωκα) 1. μετ.1) отдавать; возвращать; 2) отвечать (на приветствие, оскорбление и т. п.);αποδίδω τον χαιρετισμό — раскланиваться при встрече, отвечать на приветствие;
3) придавать (значение);4) воздавать, оказывать (почёт и т. п.);αποδίδ τιμές — воздавать почести (кому-л.), выстраивать почётный караул в честь (кого-л.);
5) приписывать, вменять (в вину и т. п.);αποδίδω την ήττα σε κάποιον — приписывать поражение кому-л.;
6) передавать, воспроизводить, излагать; исполнять (музыкальное произведение);αποδίδ τό νόημα της ομιλίας κάποιου — верно излагать смысл чьего-л. выступления;
7) приносить, давать прибыль, доход;2. αμετ. 1) приносить прибыль, доход;τό σπίτι δεν αποδίδει — дом не приносит дохода;
2) быть эффективным, продуктивным;η μέθοδος αυτή αποδίδει — этот метод эффективен
-
3 ἀποδιδῶ
Βλ. λ. αποδιδώ -
4 ἀποδιδῷ
Βλ. λ. αποδιδώ -
5 αποδίδω
1) attribuer2) produire -
6 αποδίδω
1) przeznaczać czas.2) przydzielać czas.3) przypisywać czas. -
7 αποδίδω
1) předvést2) přičíst3) přičítat4) přidělit5) připsat6) přisuzovat -
8 αποδίδω
1) ascribe2) assign3) attribute4) performΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποδίδω
-
9 připsat
αποδίδω -
10 přisuzovat
αποδίδω -
11 воздать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. воздал, -ла, -ло, προστκ. воздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возданный, -дан, -а, -о, ρ.σ.μ.(παλ. κ. υψ. ύφος) αμείβω, ανταμείβω• αποδίδω•воздать должное по заслугам ανταμείβω για τις υπηρεσίες•
справедливость! αποδίδω τη δίκαιο•
воздать должное ανταμείβω•
воздать воинские почести αποδίδω στρατιωτικές τιμές.
|| μτφ. πληρώνω, κάνω, αποδίδω•воздать добром за зло κάνω καλό αντί για κακό•
αμείβομαι πληρώνομαι•воздать по заслугам αμείβομαι για τις υπηρεσίες.
-
12 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι. -
13 прииосять
приио||сятьнесов1. φέρνω, προσκομίζω:\прииосять обратно φέρνω πίσω, ἐπαναφέρω·2. (давать) ἀποδίδω, ἐπιφέρω / καρποφορώ (урожай, плоды и т. п.) / ἀποφέρω (доходы и т. п.):\прииосять пользу ἀποδίδω ὅφελος· \прииосять вред ἐπιφέρω ζημία· \прииосять радость φέρνω χαρά· \прииосять счастье (несчастье) φέρνω εὐτυχία (δυστυχία)· ◊ \прииосять благодарность за что́-л. 'ευχαριστώ, εὐγνωμονώ, ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου· \прииосять в жертву θυσιάζω κάτι. -
14 приписывать
припи́с||ыватьнчсов1. (к письму и т. п.) προσθέτω (ὐστερόγραφο[ν])·2. (причислять) καταχωρώ, (ἐγ)γράφω·3. (кому-л., чему-л.) ἀποδίδω, φορτώνω, ἐπιρρίπτω:\приписыватьывать неудачу чьи́м-л. проискам ἀποδίδω τήν ἀποτυχία στίς μηχανορραφίες κάποιου* -
15 attribute
1. [ə'tribjut] verb1) (to think of as being written, made etc by: The play is attributed to Shakespeare.) αποδίδω2) (to think of as being caused by: He attributed his illness to the cold weather.) αποδίδω, αιτιολογώ2. noun(a quality that is a particular part of a person or thing: Intelligence is not one of his attributes.) χαρακτηριστικό (γνώρισμα) -
16 взвалить
взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.
2. αναθέτω, επιφορτίζω•на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.
3. αποδίδω, επιρρίπτω•взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•
она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.
ρίχνομαι, πέφτω επάνω. -
17 вменить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмененный, βρ: -нен, -нена, -неноπαλ. θεωρώ, λογίζω, λογαριάζω, εκλαμβάνω• παραδέχομαι•вменить в недостаток θεωρώ σαν ελάττωμα.
|| αποδίδω•вменить в вину αποδίδω ενοχή.
|| εκτιμώ, αναγνωρίζω•вменить в заслугу αναγνωρίζω την υπηρεσία.
|| αναθέτω, υποχρεώνω•ему -ли в обязанность следить за выполнение плана του ανάθεσαν να παοακολουθεί την εκπλήρωση του πλάνου.
-
18 должный
επ.που πρέπει, που αρμόζει, πρεπούμενος, οφειλόμενος•оказывать -ое уважение δείχνω τον οφειλόμενο σεβασμό•
ответить -ым образом απαντώ όπως αρμόζει•
с -ым вниманием με την πρέπουσα προσοχή.
|| υποχρεωμένος, αναγκασμένος.-ое ουσ. ουδ. το δέ• ον, το πρέπον, το αναγκαίον•отдать должный αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνω•
воздать должный αποδίδω (προσφέρω) αυτό που πρέπει.
-
19 отнести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс-несла.-лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω•брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.
|| μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.
2. παρασύρω•ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•
течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.
|| μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.
|| απομακρύνω, αναμερώ•отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.
3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.
4. αναβάλλω•отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.
|| αποκόπτω, κόβω μονομιάς.1. (συμπερι) φέρομαι•он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•
отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.
|| δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.
2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•
это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.
-
20 πράσσω
πράσσω, ep. u. ion. πρήσσω, att. πράττω, die Tragg. immer πράσσω, vgl. Herm. Soph. Phil. 1435, fut. πράξω, ion. πρήξω u. s. w., perf. πέπραχα, z. B. Ar. Equ. 683. Xen. Cyr. 5, 5, 14, und intrans. πέπραγα, welches bei den ältern Schriftstellern auch trans. ist (ὅτι Λακεδαιμόνιοι πάντων ὧν δέονται πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως, Xen. Hell. 1, 4, 2, sie hätten ausgerichtet), u. deshalb von den Atticisten für die eigentlich attische, πέπραχα für die hellenistische Form erklärt wird; – 1) thun, handeln, Geschäfte machen; οὐδέ τι ἔργον ἐνϑάδ' ἔτι πρήξει, er soll hier weiter Nichts zu schaffen haben, Od. 19, 324; gew. ausrichten, erlangen, οὔτι πρήσσει, er richtet Nichts aus, gewinnt Nichts, Il. 11, 552. 17, 661; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα, du hast doch endlich deinen Zweck erreicht, 18, 357; πρῆξαι δ' ἔμπης οὔτι δυνήσεαι, du wirst doch Nichts ausrichten können, 1, 362; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, Hes. O. 404; bes. κέλευϑον, einen Weg vollenden, zurücklegen, Il. 14, 282. 23, 501 Od. 13, 83, ὁδόν, h. Merc. 203, ἅλα, das Meer zurücklegen, es durchfahren, Od. 9, 491 (wo schon Rhianus πλήσσοντες lesen wollte), auch c. gen., ὁδοῖο, einen Weg vollenden. Il. 24, 264 cm. 3, 476. 15, 47. 219. Einige alte Erkl. nahmen in dieser Vrbdg, in der das Wort nur bei Epikern im praes. vorkommt, ein eigenes Wort πρήσσω an, welches sie von περάω, περάσω ableiten wollten, vgl. E. M. 688, 1 Schol. Il. 16, 282 Eust. zu Od. 15, 219. Doch ist der gen. auch ohne diese Annahme zu erklären und findet sich bei den Verbis, die eine Bewegung ausdrücken, auch sonst. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 197, der, die Ableitung von περάω beibehaltend, die Bdtg »zu Ende, zu Stande bringen« als di, ursprüngliche anerkennt. – Pind. vrbdt πράσσει ἀρετἀς herrlich, Thaten ausführen, I. 5. 11; λεόντεσσιν ἔπρασσεν φόνον, N. 3, 46; auch κλέος ἔπραξεν, bewirkte, erlangte, I. 4, 8; ὕμνον πράσσετε, N. 9, 3; ἄκοιτιν, eine Gattinn erlangen, N. 5, 36; auch pass., τῶν πεπραγμένων ἐν δίκᾳ, Ol. 2, 15; ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασ-σον, Aesch. Prom. 455; τί χρὴ δρῶντ' ἢ λέ-γοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα, 663; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα, Ch. 768; κλύεις τὰ πραχϑέντα, Prom. 686, u. öfter; auch mit folgdm ὥςτε, σὺ τοῠτο πράξεις, ὥςτε με σϑένειν τόσον, Eum. 856 (auffallend mit dem accus. der Person, tödten, Aesch. Ch. 434; daher πεπραγμένοι, 130, es ist um sie geschehen, sie sind verloren); ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς, Soph. Phil. 88; ὧν ἐπαινεῖς εἰς δέον πάρεσϑ' ὅδε Κρέων τὸ πράσσειν, O. R. 1417; τὰ κηρυχϑέντα, Ant. 443, u. sonst; σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσε, El. 668, besorge deine Geschäfte, womit man vgl. τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῠν οὐδένα, Ant. 68; öfter im Ggstz von λέγειν u. ä.; τὰ μὴ καλὰ πράσσειν, Eur. Hec. 1251, u. öfter; τὸ ἔργον τοῠτ' ἐμοὶ πεπράξεται, Heracl. 980; πράττειν πολλά, Ar. Pax 1023; u. in Prosa: τί πολλὰ πρήσσεις, Her. 5, 33; bes. betreiben, bewerkstelligen, ὅςπερ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε, 5, 114; κατάλυσιν τοῦ δήμου, Andoc. 3, 6, εἰ-ρήνην, φιλίαν, Dem. 3, 7. 18, 162; u. übh. von eigenen, bes. Handelsgeschäften, wie sie der Großhändler od. Seefahrer treibt, wie von Staatsgeschäften, τὰ Ἀϑηναίων πράττω, Plat. Conv. 216 a; κατὰ νόμους, gesetzmäßig verfahren, Polit. 301 b; ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν δυνάμενοι, die Etwas durchsetzen können, Prot. 317 a, vgl. ὅσοι δι' ἀρετὴν ἔπραξαν ὧν ἐδέοντο, Phaedr. 232 d; τὰ πολιτικὰ πράττειν, Apol. 31 d; πράττων ἕκαστος τὸ αὑτοῠ, Phaedr. 247 a; u. oft im pass., οἱ τῷ ϑυμῷ πραχϑέντες φόνοι, die im Zorn verübten Morde, Legg. IX, 867 b; ἱκανὸς πράττειν, ein geschickter Staatsmann, Xen. Mem. 1, 2, 15. 4, 2, 1; aber auch ein geschickter Geschäftsführer, Anwalt, 2, 9, 4; vgl. ἀνὴρ τὰ μεγάλα πράττειν ἱκανός, An. 2, 6, 16; Folgde; τὰ πεπραγμένα λῠσαι, Dem. 24, 76. – Es wird auch mit dem dat. der Person vrbdn, πράττειν τινί τι, Etwas für Einen bewirken, thun, Soph. Ai. 441, der sonst sagt οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων, O. R. 1351; dah. Thuc. οἱ τοῖς Λακεδαιμονίοις πράσσοντες, die für die Lacedämonier thätig sind, es mit ihnen halten, 5, 76 (vgl. Θηβαίοις τὰ πράγματα πράττει Dem. 19, 77, u. ganz kurz ἔπραττε Φιλίππῳ, 9, 59); auch πρὸς τοὺς βαρβάρους, 1, 131, womit man vgl. ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, 1, 132, daß er mit den Heloten unterhandeln, od. für die Heloten Etwas thun wolle, wie etwa 1, 65 ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν ὅπη ὠφελία τις γενήσεται gesagt ist, u. 4, 121 καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις ταύτας προδοσίας πέρι. Auch μεϑ' ἡμῶν ἔπραττεν, Isae. 5, 14; οὐδὲν πράττειν δυνάμενος, Nichts ausrichten könnend, Pol. 32, 25, 10, οὐ τὰ πρὸς διαλύσεις πράττειν, ἀλλὰ πρὸς τὸν πόλεμον, 5, 29, 4. Es nimmt bei ihm noch, wie πρᾶξις, die Nebenbdtg von listig verrathen an, z. B. πράττειν τινὶ τὴν πόλιν, 4, 16, 11. 13, 4, 6. – 2) intrans., sich befinden, in einem gewissen Zustande sein, so und so ablaufen, mit adv., εὖ πέπραγεν, Pind. P. 2, 73; τοὺς κακῶς πράσσοντας, eigtl. die schlechte Geschäfte machen. denen es schlecht geht, die Unglücklichen, Aesch. Prom. 625, u. öfter; εἰ πράσσοις καλῶς, ib. 981; πόλις εὖ πράσσουσα, Spt. 77, u. öfter; πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης; wir sagen: was macht Xerxes? Pers. 140, u. mit accus. neutr. eines adj., δυςτυχῆ πράσσειν, Spt. 321, ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, Ag. 1418, was wir durch »leiden« übersetzen müssen; ἔπραξεν οἷον ἤϑελεν, Soph. O. C. 1702, es ging ihm nach Wunsch; u. oft εὖ πράσσειν, auch εὐτυχῶς, Ant. 697, καλῶς Trach. 57, und im Ggstz κακῶς, wie auch Eur. oft; ἐμοῦ πράσσοντος ὡς πράσσω τανῦν, Or. 659; χρηστόν τι, glücklich sein, Ar. Plut. 341; μακαρίως, εὐδαιμόνως, ib. 629. 809; ἀϑλίως, Eccl. 1221; u. in Prosa: πρήσσειν ᾑ δύναιτο ἄριστα, Her. 5, 30; Μαρδόνιον φλαύρως πρήσσοντα τῷ στόλῳ, 6, 94; οὐδὲν ἄμεινον φάμενος πρήσσειν οἰκεῦντες Λιβύην, es gehe ihnen nicht besser, 4, 157; ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε, hatte solchen Erfolg, lief so ab, 3, 25; ὡς ἔπρηξε, wie es ihm erging, 7, 18; vgl. Thuc. 7, 24; ἐξαμαρτεῖν τι καὶ κακῶς πρᾶξαι vrbdt Antiph. 2, 6; vgl. Plat. ὅστις καλῶς πράττει οὐχὶ καὶ εὖ πράττει, Alc. I, 116 b, wer recht handelt, dem geht es gut; ὅτι ἐπιστημόνως ἂν πράττοντες εὖ ἂν πράττοιμεν καὶ εὐδαιμονοῖμεν, Charm. 173 d; er abdt auch ὅτι ἂν τύχωσι τοῠτο πράξουσι, sie werden in der Lage sein, die ihnen gerade zu Theil wird, Crit. 45 d. – Es werden auch nähere Bestimmungen hinzugesetzt, καλῶς τῇ τέχνῃ πράττειν, Plat. Rep. I, 346 d, οἱ τὰ γεωργικά, ἰατρικά, πολιτικὰ εὖ πράττοντες, Xen. Mem. 3, 9, 15, die als Landmann, Arzt, Staatsmann ihre Geschäfte gut betreiben, glücklich sind, vgl. 1, 6, 8, wo dem εὖ πράττειν das καλῶς προχωρεῖν αὐτοῖς τὴν γεωργίαν entspricht (s. auch εὐπραξία); 2, 4, 6 stehen den εὖ πράττοντες die σφαλλόμενοι entgegen. – Auch adj. werden so in Prosa gebraucht (dichterische Beisp. s. oben), χείρω πράσσειν, Thuc. 7, 71; μεγάλα πράττειν, Xen. Cyr. 8, 4, 6; ἄριστα, 1, 6, 13, wie Isocr. 4, 103, ἀγαϑόν, Xen. Cyr. 5, 1, 20; vgl. An. 6, 3, 8, ἀκούοντες καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρὰ Κύρῳ πολλὰ καὶ ἀγαϑὰ πράττειν, eigtl. viele gute Geschäfte machen, viel erwerben, daß es ihnen sehr gut gehe; u. Sp., ταπεινά, D. Hal. 10, 14. Ueberall ist hier das Glück od. Unglück als in Vrbdg mit den Handlungen der Menschen stehend zu denken. und erscheint als selbstverschuldet, während εὐτυχεῖν u. δυςτυχεῖν vom Schicksale od. Ungefähr abhängt, vgl. z. B. Xen. Mem. 3, 9, 14. – 3) πράττειν τινά τι, Einem Etwas anthun, zufügen, wie ποιεῖν, doch viel seltner ( Isocr. 12, 92 lies't Bekk. ἃ περὶ Πλαταιᾶς ἔπραξαν) Gew. πράττειν τινὰ ἀργύριον, Geld von Einem eintreiben, einfordern, πράσσει με τόκον, er treibt Zinsen von mir ein, Batrach. 186, χρέος, Pind. Ol. 3, 7, vgl. P. 9, 104, Her. 3, 58, der aber auch φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων vrbdt, 1, 106; einzeln auch bei Folgdn. wie Plat. Legg. VI, 774, d Xen. An. 7, 6, 17. – Häufiger im med. für sich eintreiben, einfordern, Αὐγέαν μισϑόν, Pind. Ol. 11, 30; Her. 2, 126. 5, 84, τοὐφειλόμενον, Aesch. Ch. 309; ἀντίποινα, Pers. 468; auch τὸν πατρὸς φόνον, rächen, Eum. 594; Ar. Thesm. 843; häufig auch mit dem gehässigen Nebenbegriffe gewaltsamer, unrechtmäßiger Mittel: erpressen, Geld von Einem, in att. Prosa sehr häufig, Εὐρυμέδοντα χρήματα ἐπράξαντο, Thuc. 4, 65, der auch φόρους πράσσεσϑαι ἐκ τῶν πόλεων vrbdt, 8, 37, ἀπὸ τῶν πόλεων, 8, 5; u. pass., Τισσαφέρνης ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους ὑπὸ βασιλέως, es wurde dem Tissaphernes gerade vom König der Tribut abgefordert, 8, 5; ἀξίως τοῠ μισϑοῠ ὃν πράττομαι, Plat. Prot. 328 b, u. öfter; auch von. der verwirkten Buße, τὴν διπλασίαν πραττέσϑω τὸν ὑποφεύγοντα, Legg. VI, 762 b; neben αἰτεῖν, Apol. 31 c; auch pass., ὃς ἂν μισϑοὺς μὴ ἀποδιδῷ, διπλοῠν πραττέσϑω, von dem soll das Doppelte eingezogen werden, Legg. XI, 921 c, πραχϑεὶς ὑπὸ τῶνδε, Lys. 9, 21; – πράττεται τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν, Dem. Lpt. 32; πράξασϑαι πλέον, sich mehr geben lassen, Andoc. 2, 9, auch παρ' αὐτῶν, ἃ ὤφειλον, πράξασϑαι, Lys. 17, 3, u. sonst bei den Rednern; μὴ πράττειν τοὺς ὀφειλέτας, Pol. 38, 3, 10; ἑκατὸν τάλαντα ἐπιτίμιον αὐτοὺς πραξάμενος τῆς ἀγνοίας, 5, 45. 11; τὰ πραττόμενα, das Eingeforderte, der Tribut, 1, 72, 2.
См. также в других словарях:
αποδίδω — αποδίδω, απέδωσα (σπάν. απόδωσα) βλ. πίν. 186 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… … Dictionary of Greek
ἀποδιδῶ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 1st sg ἀποδίδωμι give up pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδῷ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek
μἀποδιδῷ — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδῶι — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
απελευθερώνω — (AM ἀπελευθερῶ, όω) αποδίδω την ελευθερία σε δούλο νεοελλ. 1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω 2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω 3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek