Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποδίδω

  • 61 вернуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, επαναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    вернуть книгу επιστρέφω το βιβλίο•

    вернуть долг ξεπλερώνω το χρέος.

    2. επαναφέρω, αποδίδω•

    вернуть здоровье αποκατασταίνιο την υγεία•

    прошлого не вернуть το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει.

    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    мой, брат -лся из отпуска ο αδερφός μου επέστρεψε από την άδεια•

    солдат -лся домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του.

    || μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•

    ему -лось сознание αυτός συνήλθε από τη λιποθυμία.

    || μτφ. ε αναλαβαίνω•

    -к прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κουβέντα που πριν είχαμε.

    2. -ну, -нешь, ρ.σ. (απλ.) περιστρέφω• περιστρέφω μια φορά.

    Большой русско-греческий словарь > вернуть

  • 62 взвести

    взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. ανεβάζω, ανάγω•

    он взвел меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό.

    || ανυψώνω, (ανα)σηκώνω•

    взвести курок σηκώνω τον επικρουστήρα•

    взвести очи вверх ανασηκώνω τα μάτια.

    2. ανεγείρω, υψώνω.
    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвести обвинение επιρρίπτω κατηγορία.

    ανυψώνομαι, (ανα)σηκώνομαι•

    курок легко взвелся ο επικρουστήρας εύκολα σηκώθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > взвести

  • 63 воротить

    -очу, -отишь, ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, υποχρεώνω να επιστρέψει•

    воротить с полдороги γυρίζω (κάποιον) από τη μέση του δρόμου.

    2. επιστρέφω, αποδίδω, γυρίζω πίσω.
    3. παίρνω πίσω•

    отдать деньги легко, да воротить их трудно να δόσεις χρήματα είναι εύκολο, αλλά να τα πάρεις πίσω (να σου τα επιστρέψουν) είναι δύσκολο.

    -очу, -отишь ρ.δ. (απλ.)
    1. μ. στρέφω, γυρνώ στο πλευρό ή πίσω•

    воротить голову от света αποστρέφω το πρόσωπο από το φως.

    2. μ. αναστρέφω μετακινώ (πράγμα βαρύ, ογκώδες).
    3. διευθύνω, κουμαντάρω (επιχείρηση, υπόθεση).
    εκφρ.
    воротить нос ή морду ή рыло – αποστρέφομαι (κάποιον), του γυρίζω τις πλάτες, τα νώτα•
    с души -отит – αηδιάζω, μου ‘ρχεται νά κάνω μετά.
    βλ. вернуться.

    Большой русско-греческий словарь > воротить

  • 64 исполнить

    ρ.σ.μ.
    1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•

    исполнить приказ εκτελώ διαταγή•

    исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•

    исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•

    исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•

    исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•

    исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•

    исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.

    2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•

    исполнить роль παίζω το ρόλο•

    исполнить гимн παίζω τον ύμνο•

    исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•

    исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.

    1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.
    2. συμπληρώνω, κλείνω•

    мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•

    исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.

    γεμίζω, πληρούμαι•

    душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > исполнить

  • 65 обвинять

    ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обвиняемый.
    1. μ. κατηγορώ, αποδίδω κατηγορία ενοχοποιώ•

    его -ют несправедливо τον κατηγορούν άδικα•

    обвинять в преступлении κατηγορώ για έγκλημα•

    взаимно обвинять αντεκαλώ, αντικατηγορώ.

    || διώκω δικαστικά. || μέμφομαι, ψέγω, επικρίνω•

    обвинять в лицемерии κατηγορώ για υποκρισία.

    2. κατηγορώ, μιλώ σαν εισαγγελέας.
    κατηγορούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обвинять

  • 66 ответить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. απαντώ, δίνω απάντηση•

    ответить на вопрос απαντώ στο ερώτημα•

    ответить отказом απαντώ αρνητικά.

    || λέγω, διηγούμαι,• ответить урок λέγω το μάθημα.
    2. αποκρίνομαι, απολογούμαι/• αντικρένω. || (με διάφορες σημ.) απαντώ•

    ответить презрением на сплетню απαντώ περιφρονητικά στο κουτσομπολιό•

    ответить длинной речью απαντώ με μακρυγορία•

    на наш обстрел противник -ил пулемтным огнм στους πυροβολισμούς μας ο εχθρός απάντησε με πυρά πολυβόλων.

    || ανταποκρίνομαι, αποδίδω τα ίσια. || ανταποδίδω.
    3. ευθύνομαι, φέρω ευθύνη δίνω λόγο, λογοδοτώ•

    ты за это мне -ишь αυτό (που έκανες), θα μου το πλήρωσεις.

    Большой русско-греческий словарь > ответить

  • 67 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 68 предпочесть

    -чту, -чтшь, παρ λ θ. χρ. предпочл
    -чла, -чло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предпочтнный, βρ: -тн, -тена, -тено,
    επιρ. μτχ. предпочтя
    ρ.σ. μ; προτιμώ, αποδίδω μεγαλύτερη σημασία• προκρίνω. || εκτιμώ περισσότερο• θεωρώ ανώτερον. || θεωρώ καλύτερον.

    Большой русско-греческий словарь > предпочесть

  • 69 принести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•

    принести дров φέρω καυσόξυλα.

    || μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•

    она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.

    || φέρω•

    принести счастье φέρω ευτυχία•

    принести страдания φέρω βάσανα.

    || παρασύρω•

    ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.

    2. (για ζώα)• γεννώ•

    кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.

    || δίνω, παράγω, καρποφορώ•

    деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.

    3. αποδίδω•
    4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•

    клятву ορκίζομαι•

    принести в дар δωρίζω•

    принести жалобу παραπονούμαι•

    принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.

    έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•

    ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > принести

  • 70 приписать

    ρ.σ.
    1. γράφω συμπληρωματικά, επισημειώνω γράφω υστερόγραφο. || γράφω επιπρόσθετα.
    2. εγγράφω, καταχωρώ συμπερι λαβαίνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω.
    3. αποδίδω, ανάγω, επιρρίπτω τα φορτώνω, τα ρίχνω (τα βάρη).
    εγγράφομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι, συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приписать

  • 71 производить

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. произвести.
    2. ανάγω, αποδίδω την καταγωγή. || ερμηνεύω ετυμολογικά.
    εκφρ.
    свет не -ил – πρωτοειδω-τος, πρωτοφανής• πρωτάκουστος (από αρνητικής πλευράς).
    παράγομαι, γίνομαι, κατάγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > производить

  • 72 раздоить

    -дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздоенный, βρ: -доен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αρμέγω περισσότερο, αυξαίνω την απόδοδση γάλατος.
    αρχίζω να αποδίδω περισσότερο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > раздоить

  • 73 родить

    рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. γεννώ, τίκτω• κάνω•

    онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•

    она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.

    || φέρω στη ζωή•

    он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.

    2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•

    беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.

    3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•

    каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.

    1. γεννιέμαι•

    каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•

    я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.

    2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•

    в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.

    3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.

    εκφρ.
    - лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε).

    Большой русско-греческий словарь > родить

  • 74 свалить

    свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω•

    свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•

    ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•

    болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,

    2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.
    3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.
    5. ρίχνω άτακτα•

    свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.

    6. κλίνω, γέρνω.
    7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•

    свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.

    1. πέφτω•

    свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•

    свалить с лошади πέφτω από το άλογο.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι•

    старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.

    || εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.
    3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.
    4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).
    εκφρ.
    свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.
    ρ.σ.
    1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),
    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,
    2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•

    жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.

    (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > свалить

  • 75 чествовать

    -ствую, -ствуешь ρ.δ.μ.
    1. γιορτάζω•

    чествовать юбиляра γιορτάζω το ιωβηλαίο.

    2. παλ. βλ. величать. || παλ. αποδίδω τιμές.
    1. γιορτάζομαι.
    2. τιμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > чествовать

  • 76 χρέος

    χρέος, τό [dialect] Ep. [full] χρεῖος Hom. (who also uses χρέος, but only in Od., v. infr. 1.1): [dialect] Att. [full] χρέως Phryn.370, Moeris p.403 P., Choerob.in Theod.1.360H. (and this form appears in codd. of D.25.69, 33.24, 38.14, 40.37, 42.5; but χρέος in Pl.Plt. 267a, Lg. 958b): gen.
    A

    χρείους E.IA 373

    (troch., s. v.l.),

    χρέους Lys.17.5

    codd.,

    χρέως D.49.18

    (and so Choerob.l.c.); no dat. occurs in [dialect] Ep. forms:—pl., nom. and acc.

    χρέᾰ Hes.Op. 647

    ,

    χρέᾱ Ar.Nu.39

    , 443 (anap.), cf. Isoc.21.13, Pl.Lg. 684e, etc.; Arc. χρήατα (but Schwyzer [665] χρῆα τά) IG5(2).343.20, 27 (Orchom., iv B. C.); gen.

    χρεῶν Ar.Nu.13

    , 117, Pl.R. 566a, etc.; [dialect] Ep.

    χρειῶν Hes.Op. 404

    ( χρεέων cj. Rzach); [dialect] Ep. dat.

    χρέεσι Man. 4.135

    ;

    χρήεσσι A.R.3.1198

    : ([etym.] χράομαι, χρή):
    I that which one needs must pay, obligation, debt,

    Ἄρης.. χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας Od. 8.353

    , cf. 355; χρεῖος ἀποστήσασθαι, i.e. pay it in full, Il.13.746: esp. of the obligation to restore or pay for 'lified' cattle and plunder, so the heralds of the Pylians summoned to share in booty all οἷσι χρεῖος ὀφείλετ'·.. πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον (where Sch. A, τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ὑπὸ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρέως καλεῖ) Il. 11.686, cf. Od.3.367, 21.17; later simply, debt,

    αὐτὸς ἔτεισε.. χρέος Thgn.205

    ; ἀρᾶς τίνει χ. pays the debt demanded by the curse, A.Ag. 457 (lyr.); μή τι πέρα χρέος.. πόλει προσάψῃς debt, i. e. guilt, S.OC 235 (lyr.); χ. πράσσειν τινά exact payment of a debt from one, Pi.O.3.7; ἐμὸν καταίσχυνε χ. dishonoured my debt, i.e. dishonoured me for not paying my debt, for not keeping my promise, ib.10(11).8; τεὸν χ. the debt due to thee, Id.P.8.33: in Com. and Prose, χ. ἀποδιδόναι repay a debt, Hdt.2.136 (where also we have χ. διδόναι to give a loan, and χ. λαμβάνειν to receive a loan), cf. Ar.Nu. 117, Pl.Plt. 267a; ἔχω χ. ὡς εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος I know of nothing that 1 owe to any man of Greece, Hdt.3.140;

    χ. ἀπαιτεῖν Plu.Oth.2

    ;

    τὰ ὑπάρχοντα τῶν χ. ἀνεῖσθαι Id.Sol.15

    ; τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως (sc. ὀφειλόμενον) D.33.24; ὢ καλὸν εἰς ἄλοχον θέμενος χ., like χάριν θέσθαι (v.

    τίθημι A. 11.7

    fin.), Epigr. in Arch.Pap.1.220 ([place name] Ptolemaic);

    ἔχειν εἴς τι χ. Plu.Caes.48

    : pl., debts, Hes.Op. 647, Ar.Nu.13, etc.;

    χρειῶν λύσις Hes.Op. 404

    ;

    χρέα ἀπολαβεῖν And.3.15

    ;

    χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Is.11.42

    ; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον left all the property in outstanding debts, D.38.7; εἰσπραχθέντα χρέα ibid.; ἐκπληρῶσαι τὸ χ. ἅπαν pay it, Pl.Lg. 958b;

    τὸ χ. διαλυέτω SIG306.46

    (Tegea, iv B. C.), cf. Plu.Luc.20 ([voice] Pass.);

    πρὸς τὰ χ. ἀπάγεσθαι Plb.38.11.10

    , D.H.4.9:—cf. ἀποκοπή.
    2 metaph., the debt that all must pay, fate, death,

    οὐκ ἔστι τὸ χ. φυγεῖν Alciphr.1.25

    ;

    τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χ. LXXWi.15.8

    ; also

    ἂν μή τις θᾶττον ὡς χ. ἀποδιδῷ τὸ ζην Pl.Ax. 367b

    ; ὁπότε εἰς τὸν ἀέρα ἀναδράμῃ τὸ χ. (sc. ἡ ψυχή, regarded as lent to the body) Vett.Val.330.33.
    II in Poets, business, affair, matter,

    ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409

    , cf. 2.45; χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, of Pelasgos, A.Supp. 374 (lyr.); purpose, object, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος ib. 472, cf. S.OT 156 (lyr.);

    πᾶν ὃ θέλεις.. χ. ἐκτετέλεσται Theoc.25.53

    : c. gen., σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χ. your affair, E.Hec. 892.
    2 almost = χρῆμα, thing, τί χρέος; = τί χρῆμα; A.Ag.85 (anap.), E.Heracl.95 (lyr.), cf. S.OC 251 (lyr.);

    ἐφ' ὅ τι χ. ἐμόλετε E.Or. 150

    (lyr);

    τί χ. ἔβα δωμα; Id.Fr. 1011

    (lyr.);

    τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χ.; Id.HF 530

    , cf. Ar. Nu.30 (with play on signf.1), Theoc.24.66.
    3 ἐλάφους, μέγα τι χ. (cf.

    χρῆμα 11.3

    ) Call.Dian. 100.
    III in Od.11.479, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (10.492) to consult him.
    2 elsewh. κατὰ χρέος means according to what is needful, in due fashion, h.Merc. 138, A.R.3.189, Arat.343.
    IV duty, task, charge, office,

    ἦλθε τωὔτ' ἐπὶ χρέος Pi.O.1.45

    , cf. 7.40;

    οἷς τόδ' ἦν χρέος A.Pers. 777

    , cf. Th.20;

    τὸ σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι χρέος S.El.74

    , cf. E.Or. 1253 (lyr.), IT 883 (lyr.).
    V τὸ συνδρῶν χ. the circumstance of being an accomplice, E.Andr. 337.
    VI anything useful or serviceable,

    χρεῶν χρηΐζοντι μετάδοσιν ποιήσασθαι Hp.

    Jusj.; δέκα στατῆρανς καταστασεῖ, τῶ δὲ χρήϊος ( = χρέους)

    διπλεῖ ὄτι κ' ὀ δικαστὰς ὀμόσει συνεσσάκσαι Leg.Gort.3.14

    , cf. 11, GDI5100.11 ([place name] Malla).
    2 value, validity, υηδὲν ἐς χρῆος (or χρέος) ἤμην τὰν δόσιν the gift shall be of no value, i. e. invalid, Leg.Gort.10.24, cf. 31.
    VII παρὰ χρέος, = παραχρῆμα, Call.Aet.Oxy.2080.14 ( παραχρῆμ' ap.Stob.), Nic.Al. 614 (prob. orig. = signf. VIII).
    VIII = χρεία, χρεώ, need, τί δ', ὦ τάλας, σε τοῦδ' ἔχει πλέκους χρέος; Answ.

    χ. μὲν οὐδέν, βούλομαι δ' ὅμως λαβεῖν Ar.Ach. 454

    , cf. Bion Fr.2.2.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρέος

  • 77 πράσσω

    πράσσω,; (1) tun, handeln, Geschäfte machen; οὐδέ τι ἔργον ἐνϑάδ' ἔτι πρήξει, er soll hier weiter nichts zu schaffen haben; gew. ausrichten, erlangen, οὔτι πρήσσει, er richtet nichts aus, gewinnt nichts; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα, du hast doch endlich deinen Zweck erreicht; πρῆξαι δ' ἔμπης οὔτι δυνήσεαι, du wirst doch nichts ausrichten können; bes. κέλευϑον, einen Weg vollenden, zurücklegen; ὁδόν, ἅλα, das Meer zurücklegen, es durchfahren; c. gen., ὁδοῖο, einen Weg vollenden; πράσσει ἀρετἀς herrlich, Taten ausführen; κλέος ἔπραξεν, bewirkte, erlangte; ἄκοιτιν, eine Gattin erlangen; πεπραγμένοι, es ist um sie geschehen, sie sind verloren; σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσε, besorge deine Geschäfte; bes. betreiben, bewerkstelligen; übh. von eigenen, bes. Handelsgeschäften, wie sie der Großhändler od. Seefahrer treibt, wie von Staatsgeschäften; κατὰ νόμους, gesetzmäßig verfahren; ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν δυνάμενοι, die etwas durchsetzen können; pass., οἱ τῷ ϑυμῷ πραχϑέντες φόνοι, die im Zorn verübten Morde; ἱκανὸς πράττειν, ein geschickter Staatsmann; aber auch ein geschickter Geschäftsführer, Anwalt; πράττειν τινί τι, etwas für einen bewirken, tun; οἱ τοῖς Λακεδαιμονίοις πράσσοντες, die für die Lacedämonier tätig sind, es mit ihnen halten; ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, daß er mit den Heloten unterhandeln, od. für die Heloten etwas tun wolle; οὐδὲν πράττειν δυνάμενος, nichts ausrichten könnend; (2) intrans., sich befinden, in einem gewissen Zustande sein, so und so ablaufen; τοὺς κακῶς πράσσοντας, die schlechte Geschäfte machen, denen es schlecht geht, die Unglücklichen; πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης; wir sagen: was macht Xerxes?; ἔπραξεν οἷον ἤϑελεν, es ging ihm nach Wunsch; χρηστόν τι, glücklich sein; οὐδὲν ἄμεινον φάμενος πρήσσειν οἰκεῦντες Λιβύην, es gehe ihnen nicht besser; ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε, hatte solchen Erfolg, lief so ab; ὡς ἔπρηξε, wie es ihm erging; ὅστις καλῶς πράττει οὐχὶ καὶ εὖ πράττει, wer recht handelt, dem geht es gut; ὅτι ἂν τύχωσι τοῠτο πράξουσι, sie werden in der Lage sein, die ihnen gerade zu Teil wird; οἱ τὰ γεωργικά, ἰατρικά, πολιτικὰ εὖ πράττοντες, die als Landmann, Arzt, Staatsmann ihre Geschäfte gut betreiben, glücklich sind; ἀκούοντες καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρὰ Κύρῳ πολλὰ καὶ ἀγαϑὰ πράττειν, viele gute Geschäfte machen, viel erwerben, daß es ihnen sehr gut gehe. Überall ist hier das Glück od. Unglück als in Vrbdg mit den Handlungen der Menschen stehend zu denken. und erscheint als selbstverschuldet, während εὐτυχεῖν u. δυςτυχεῖν vom Schicksale od. Ungefähr abhängt; (3) πράττειν τινά τι, einem etwas antun, zufügen, wie ποιεῖν, doch viel seltner. Gew. πράττειν τινὰ ἀργύριον, Geld von einem eintreiben, einfordern; πράσσει με τόκον, er treibt Zinsen von mir ein; für sich eintreiben, einfordern; τὸν πατρὸς φόνον, rächen; auch mit dem gehässigen Nebenbegriffe gewaltsamer, unrechtmäßiger Mittel: erpressen, Geld von einem; pass., Τισσαφέρνης ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους ὑπὸ βασιλέως, es wurde dem Tissaphernes gerade vom König der Tribut abgefordert; auch von. der verwirkten Buße; pass., ὃς ἂν μισϑοὺς μὴ ἀποδιδῷ, διπλοῠν πραττέσϑω, von dem soll das Doppelte eingezogen werden; πράξασϑαι πλέον, sich mehr geben lassen; τὰ πραττόμενα, das Eingeforderte, der Tribut

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > πράσσω

  • 78 attribuer

    1) αναθέτω
    2) χορηγώ
    3) ορίζω
    4) αποδίδω

    Dictionnaire Français-Grec > attribuer

  • 79 produire

    1) αποδίδω
    2) παράγω

    Dictionnaire Français-Grec > produire

  • 80 předvést

    1) αποδεικνύω
    2) αποδίδω
    3) παράγω

    Česká-řecký slovník > předvést

См. также в других словарях:

  • αποδίδω — αποδίδω, απέδωσα (σπάν. απόδωσα) βλ. πίν. 186 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …   Dictionary of Greek

  • ἀποδιδῶ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 1st sg ἀποδίδωμι give up pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδῷ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] …   Dictionary of Greek

  • μἀποδιδῷ — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδῶι — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • απελευθερώνω — (AM ἀπελευθερῶ, όω) αποδίδω την ελευθερία σε δούλο νεοελλ. 1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω 2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω 3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»