-
1 απαιτώ
ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀπαιτῶ
ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 απαιτώ
-
4 απαιτώ
I.erfordernII.fordern [beanspruchen]III.verlangen [erfordern] -
5 απαιτώ
[апэто] р. требовать, взыскивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απαιτώ
-
6 απαιτώ
[апэто] ρ требовать, взыскивать. -
7 απαιτώ
exiger -
8 απαιτώ
1) domagać czas.2) wymagać czas.3) zażądać czas.4) żądać czas.5) żądanie (n) rzecz. -
9 απαιτώ
1) požádat2) požadovat3) vymáhat4) vyžadovat -
10 απαιτώ
1) demand2) exact3) requireΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απαιτώ
-
11 απαιτώ πολύ χρόνο
-
12 требовать
απαιτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > требовать
-
13 exiger
απαιτώ -
14 zażądać
απαιτώ -
15 требовать
требоватьнесов1. ἀπαιτώ, ζητώ, διεκδικώ:\требовать объяснений ἀπαιτώ ἐξηγήσεις·2. (нуоюдаться β чем-л.) ἀπαιτώ, χρειάζομαι, ἔχω ἀνάγκη, ζητώ:дом требует ремонта τό σπίτι χρειάζεται ἐπισκευή·3. (вызывать куда-л.) καλώ/ φωνάζω κάποιον (звать):\требовать кого-л. в суд κλητεύω κάποιον. -
16 претендовать
-
17 спросить
спросить 1) ρωτώ· разрешите \спросить επιτρέψτε μου να ρωτήσω 2) απαιτώ (потребовать)* * *1) ρωτώразреши́те спроси́ть — επιτρέψτε μου να ρωτήσω
2) απαιτώ ( потребовать) -
18 требовать
требовать ζητώ, απαιτώ, αξιώνω \требоваться είμαι απαραίτητος; безл. требуется χρειάζεται, ζητείται; на это требуется много времени γι'αυτό χρειάζεται πολύς καιρός, αυτό απαιτεί πολύ καιρό* * *ζητώ, απαιτώ, αξιώνω -
19 demand
1. verb1) (to ask or ask for firmly and sharply: I demanded an explanation.) απαιτώ2) (to require or need: This demands careful thought.) απαιτώ2. noun1) (a request made so that it sounds like a command: They refused to meet the workers' demands for more money.) απαίτηση,αξίωση2) (an urgent claim: The children make demands on my time.) διεκδίκηση3) (willingness or desire to buy or obtain (certain goods etc); a need for (certain goods etc): There's no demand for books of this kind.) ζήτηση•- on demand -
20 затребовать
-бую, -буешьρ.σ.μ. ζητώ, απαιτώ•затребовать свидетелей απαιτώ παρουσίαση μαρτύρων.
См. также в других словарях:
απαιτώ — απαιτώ, απαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαιτώ — (AM ἀπαιτῶ, έω) [αιτώ] 1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον 2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει 3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)… … Dictionary of Greek
απαιτώ — απαίτησα, απαιτήθηκα απαιτημένος, ζητώ επίμονα, αξιώνω: Απαιτούσε να του πληρωθούν οι μισθοί που του οφείλονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιτῶ — ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
προσαξιώ — όω, Α 1. απαιτώ, αξιώνω κάτι επιπροσθέτως 2. απαιτώ από κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀξιῶ «έχω την αξίωση, απαιτώ» (< ἄξιος)] … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσλογεύω — Α 1. καταλογίζω επί πλέον 2. απαιτώ κάτι επιπροσθέτως και, ιδίως, απαιτώ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λογεύω «συλλέγω φόρους ή εισφορές»] … Dictionary of Greek
ρεπετιτεύω — Α απαιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repeto (repetitio) «απαιτώ»] … Dictionary of Greek
υπεραπαιτώ — έω, Μ [ἀπαιτῶ] απαιτώ πληρωμή μεγαλύτερη από εκείνην που δικαιούμαι … Dictionary of Greek