-
1 ανύμφευτος
-
2 ἀνύμφευτος
-
3 ανυμφευτος
-
4 ανύμφευτος
ανύμφευτος, -η, -οнеженатый;ΦΡ.νύμφη ανύμφευτε — Невеста неневестная – обращение к Богородице в Акафисте:«Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» — «Радуйся, Невеста неневестная»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ανύμφευτος
-
5 ἀνύμφευτος
ἀνύμφευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνύμφευτος
-
6 ανύμφευτος
η, ο [ος, ον ] неженатый, холостой -
7 ἀνύμφευτος
ἀ-νύμφευτος, unvermählt; von der Flasche; γονή, Geburt aus einer unglücklichen Ehe -
8 ανύμφευτον
-
9 ἀνύμφευτον
-
10 κακο-νύμφευτος
κακο-νύμφευτος, unglücklich vermählt, Erkl. von ἀνύμφευτος, Schol. Soph. Ant. 980.
-
11 ανυμφεύτοιο
-
12 ἀνυμφεύτοιο
-
13 ανυμφεύτοισι
-
14 ἀνυμφεύτοισι
-
15 ανυμφεύτου
-
16 ἀνυμφεύτου
-
17 ανυμφεύτους
-
18 ἀνυμφεύτους
-
19 ανυμφεύτω
-
20 ἀνυμφεύτῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνύμφευτος — unwedded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… … Dictionary of Greek
ανύμφευτος — η, ο άγαμος: Δεν ήθελε να μείνει η κόρη του ανύμφευτη· «νύμφη ανύμφευτος», η Παναγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνύμφευτον — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem acc sg ἀνύμφευτος unwedded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτοιο — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτοισι — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτου — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτους — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτων — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυμφεύτῳ — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύμφευτα — ἀνύμφευτος unwedded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)