-
1 ανακατεύω
см. ανακατώνω -
2 ανακατεύω
vermengen [Substanzen] -
3 ανακατεύω
[*][анакатэво! о. смешивать, перемешивать, тасовать (о картах). -
4 ανακατεύω
karıştırmak, alt üst etmek -
5 ανακατεύω
1) amalgamer2) battre3) brasser4) brouiller5) mélanger -
6 ανακατεύω
1) mącić czas.2) mieszać czas.3) pomieszać czas.4) zmieszać czas. -
7 ανακατεύω
1) míchat2) mísit3) namíchat4) pomíchat5) poplést6) promíchat7) slučovat8) smíchat9) smísit10) zamíchat -
8 ανακατεύω
1) admix2) churn3) mix4) muddle5) stirΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανακατεύω
-
9 χαρτί
τό1) бумага;χαρτί επιστολογραφίας — почтовая бумега;
μιά κόλλα χαρτί — лист(ок) бумаги;
2) документ, бумага; свидетельство, удостоверение;δεν είναι εν τάξει τα χαρτία μου — мой бумаги не в порядке;
δεν πήρα ακόμα το χαρτί — свидетельство я ещё не получил;
3) (чаще πλ.) игральные карты;μιά τράπουλα χαρτίά — колода карт;
ανακατεύω τα χαρτίά — тасовать карты;
κόβω τα χαρτίά — снимать карты;
κάνω ( — или μοιράζω) τα χαρτίά — сдавать карты;
κάνω ταχυδακτυλουργίες με τα χαρτίά — показывать фокусы на картах;
ρίχνω τα χαρτίά — гадать на картах;
4) πλ. карточная игра;παίζω χαρτίά — играть в карты;
έφαγε την περιουσία του στα χαρτίά — он проиграл своё состояние в карты;
§ ста χαρτίά — на бумаге, формально;
τα λέγω χαρτί και καλαμάρι — передавать что-л, слово в слово;
όποιος χάνει στα χαρτίά κερδίζει στην αγάπη — кому не везёт в карты — везёт в любви
См. также в других словарях:
ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] … Dictionary of Greek
ανακατεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αναμειγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα: Ανακάτεψε φρέσκα και μπαγιάτικα ψάρια. 2. αναταράζω, φέρνω το πάνω κάτω: Ανακάτεψε το τσάι σου για να λιώσει η ζάχαρη. 3. διαταράζω την τάξη, τη σειρά: Άλλη φορά να μη μου ανακατέψεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφύρω — ανακατεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… … Dictionary of Greek
επικεράννυμι — ἐπικεράννυμι (Α) ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
καταφυρώ — καταφυρῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυρώ) ζυμώνω, ανακατεύω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυρῶ «ζυμώνω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
περικυκώ — άω, Μ αναμιγνύω τα πάντα, ανακατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
περιφύρω — Α αναμιγνύω, ανακατεύω άτακτα και ασυλλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φύρω «ανακατεύω, μολύνω»] … Dictionary of Greek
πηλοδευστώ — έω, Α παρασκευάζω πηλό, ανακατεύω λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δευστῶ (< δεύστης < δεύω «αναμιγνύω, ανακατεύω»)] … Dictionary of Greek
προσεπιμ(ε)ίγνυμι — ΜΑ ανακατεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek