-
1 mélanger
ανακατεύω -
2 míchat
ανακατεύω -
3 mísit
ανακατεύω -
4 namíchat
ανακατεύω -
5 pomíchat
ανακατεύω -
6 poplést
ανακατεύω -
7 promíchat
ανακατεύω -
8 zamíchat
ανακατεύω -
9 admix
ανακατεύω -
10 mącić
ανακατεύω -
11 pomieszać
ανακατεύω -
12 zmieszać
ανακατεύω -
13 размешивать
ανακατεύω, ανακατώνω, αναδεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размешивать
-
14 мешать
меш||ать Iнесов ἐμποδίζω / ἐνοχλώ, ἀνησυχώ (беспокоить)/ στενοχωρώ (стеснять)· ◊ не \мешатьа́ет..., не \мешатьало бы... разг δέν θά πείραζε..., δέν θοταν ἄσχη-μο...мешать IIнесов1. (размешивать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω:\мешать кашу ἀνακατεύω τό λαπά· \мешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα, ἀνακατεύω τή φωτιά στή σόμπα·2. (смешивать) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγχέω, μπερδεύω (путать):\мешать краски ἀναμιγνύω (или ἀνακατεύω) τίς μπογιές· \мешать ко́фе с цикорием ἀνακατώνω τόν καφέ μέ τό κιχώρι, \мешать вино́ с водой νερώνω τό κρασί. -
15 тасовать
тасоватьнесов ἀνακατεύω:\тасовать карты ἀνακατεύω τά χαρτιά, ἀνακατεύω τήν τράπουλα. -
16 мешать
I мешать Ι 1) εμποδίζω 2) (докучать) ενοχλώ, πειράζω ◇ не \мешатьло бы... δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να... II мешать II (смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω* * *I1) εμποδίζω2) ( докучать) ενοχλώ, πειράζω••IIне меша́ло бы... — δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να…
( смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω -
17 перемешать
перемешать, перемешивать ανακατώνω· ανακατεύω, αναμιγνύω (смешивать вместе)* * *= перемешиватьανακατώνω; ανακατεύω, αναμιγνύω ( смешивать вместе) -
18 mix
[miks] 1. verb1) (to put or blend together to form one mass: She mixed the butter and sugar together; He mixed the blue paint with the yellow paint to make green paint.) ανακατεύω, αναμειγνύω2) (to prepare or make by doing this: She mixed the cement in a bucket.) ανακατεύω3) (to go together or blend successfully to form one mass: Oil and water don't mix.) αναμειγνύομαι,συνδυάζομαι4) (to go together socially: People of different races were mixing together happily.) αναμειγνύομαι,συναναστρέφομαι2. noun1) (the result of mixing things or people together: London has an interesting racial mix.) μείγμα,κράμα2) (a collection of ingredients used to make something: (a) cake-mix.) μείγμα•- mixed- mixer
- mixture
- mix-up
- be mixed up
- mix up -
19 втасовать
-сую, -суешьρ.σ.μ.βάζω μέσα, χώνω, ανακατεύω•втасовать карту в колодку ανακατεύω τα τραπουλόχαρτο στην τράπουλα.
-
20 вымешать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымешанный, βρ: -шан, -а, -оανακατεύω, -ώνω, αναμιγνύω•вымешать известь с песком ανακατεύω την ασβέστη με τον άμμο.
См. также в других словарях:
ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] … Dictionary of Greek
ανακατεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αναμειγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα: Ανακάτεψε φρέσκα και μπαγιάτικα ψάρια. 2. αναταράζω, φέρνω το πάνω κάτω: Ανακάτεψε το τσάι σου για να λιώσει η ζάχαρη. 3. διαταράζω την τάξη, τη σειρά: Άλλη φορά να μη μου ανακατέψεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφύρω — ανακατεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… … Dictionary of Greek
επικεράννυμι — ἐπικεράννυμι (Α) ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
καταφυρώ — καταφυρῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυρώ) ζυμώνω, ανακατεύω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυρῶ «ζυμώνω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
περικυκώ — άω, Μ αναμιγνύω τα πάντα, ανακατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
περιφύρω — Α αναμιγνύω, ανακατεύω άτακτα και ασυλλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φύρω «ανακατεύω, μολύνω»] … Dictionary of Greek
πηλοδευστώ — έω, Α παρασκευάζω πηλό, ανακατεύω λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δευστῶ (< δεύστης < δεύω «αναμιγνύω, ανακατεύω»)] … Dictionary of Greek
προσεπιμ(ε)ίγνυμι — ΜΑ ανακατεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek