-
1 ανακατώνω
(αόρ. ανακάτεψα, παθ. αόρ. ανακατεύθηκα, ανακατεύτηκα) μετ.1) смешивать; 2) мешать, перемешивать; взбалтывать; 3) подмешивать, примешивать, добавлять; 4) тасовать (карты); 5) приводить в беспорядок, питать; 6) перен. смешивать, путать; 7) перен. замешивать, впутывать; 8) вызывать трения, столкновения; ссорить; 9) вызывать тошноту;αυτό το φαγητό μ' ανακατώνει — от этой пищи меня тошнит;
10) раздражить, выводить из себя;ανακατώνομαι — вмешиваться; — впутываться, соваться не в своё дело (разг)
-
2 ανακατώνω
mixΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανακατώνω
-
3 ανακατεύω
см. ανακατώνω
См. также в других словарях:
ανακατώνω — ανακατώνω, ανακάτωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… … Dictionary of Greek
ανακατώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βλ. ανακατεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] … Dictionary of Greek
εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω … Dictionary of Greek
επεγκεράννυμαι — ἐπεγκεράννυμαι (Α) αναμιγνύω επί πλέον, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο («πολλὴν δὲ τὴν τῶν ἐναντίων κρᾱσιν ἐπεγκεραννύμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκεράνυμι «ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
συμπαρακαταμίγνυμι — και συμπαρακαταμείγνυμι Α αναμιγνύω, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρα * + καταμίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
υποφυρώ — άω, Α συγχέω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φυρῶ, επιτ. τ. του φύρω «αναμιγνύω, συγχέω, ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
ανακατεύομαι — ανακατεύομαι, ανακατεύτηκα, ανακατεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατώνομαι — ανακατώνομαι, ανακατώθηκα, ανακατωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής