-
1 αναγνωρίζω
[анагноризо] р. признавать, узнавать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναγνωρίζω
-
2 опознавать
αναγνωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опознавать
-
3 признавать
признаватьнесов I. (считать законным) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:\признавать правительство ἀναγνωρίζω κυβέρνηση·2. (вину, ошибку и т. п.) ὁμολογώ, ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:\признавать свою ошибку παραδέχομαι (или ὁμολογώ) τό σφάλμα μου· \признавать свою вину ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου·3. (узнавать) (άνα)γνωρίζω:\признавать кого-л., что-л. ἀναγνωρίζω κάποιον, κάτι. -
4 признать
знаю, -знаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. признанный, βρ: -нал, -а, -оρ.σ.μ.1. (ανα)γνωρίζω•в этом наряде тебя не -аешь με τέτοια ενδυμασία είναι δύσκολο να σε γνωρίσει κανένας.
2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω•признать новое государство αναγνωρίζω το νέο κράτος.
3. ομολογώ, παραδέχομαι•признать свою ошибку αναγνωρίζω το λάθος μου.
|| αποφαίνομαι, καθορίζω, βγάζω το συμπέρασμα, θεωρώ, λογίζω.1. αναγνωρίζω, παρο:δέχομαι, ομολογώ•признать в преступлении παραδέχομαι το έγκλημα μου•
признать в воровстве παραδέχομαι ότι είμαι κλέφτης•
-юсь το παραδέχομαι•
он не -лся αυτός δεν το παραδέχτηκε.
2. признать ή -аюсь (παρνθ. λ.) για ναείμαι ειλικρινής.εκφρ.признать сказать – για ναμιλήσω ειλικρινά•признать в любви – εξομολογούμαιτην αγάπη. -
5 опознать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опознанный, βρ: -нан, -а, -оαναγνωρίζω•опознать вражеский самолт αναγνωρίζω το εχθρικό αεροπλάνο.
1. παλ. αναγνωρίζω (καθορίζω) το μέρος που βρίσκομαι, κατατοπίζομαι.2. (απλ.) βλ. обознаться. -
6 признать
1. (выразить согласие на придание законной силы положению, порядку, утвердить своим согласием право на существование кого-, чего-л.) αναγνωρίζω 2. (согласиться с чём-л., выразить своё положительное отношение к чему-л.) αποδέχομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > признать
-
7 признать
-
8 сознавать
сознавать 1) (понимать) κατανοώ, συναισθάνομαι 2) (признавать) ομολογώ, αναγνωρίζω, παραδέχομαι \сознаваться см. сознаться* * *1) ( понимать) κατανοώ, συναισθάνομαι2) ( признавать) ομολογώ, αναγνωρίζω, παραδέχομαι -
9 сознаться
-
10 вменить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмененный, βρ: -нен, -нена, -неноπαλ. θεωρώ, λογίζω, λογαριάζω, εκλαμβάνω• παραδέχομαι•вменить в недостаток θεωρώ σαν ελάττωμα.
|| αποδίδω•вменить в вину αποδίδω ενοχή.
|| εκτιμώ, αναγνωρίζω•вменить в заслугу αναγνωρίζω την υπηρεσία.
|| αναθέτω, υποχρεώνω•ему -ли в обязанность следить за выполнение плана του ανάθεσαν να παοακολουθεί την εκπλήρωση του πλάνου.
-
11 сознавать
-знаю, -знаешь, προστκ. сознавай.επιρ. μτχ. сознаваяρ.δ.μ.1. καταλαβαίνω, κατανοώ• αναγνωρίζω, παραδέχομαι•свою вину παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•
сознавать опасность έχω επίγνωση του κινδύνου.
2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω•больной ничего не -знаёт ο άρρωστος τίποτε δεν καταλαβαίνει.
εκφρ.сознавать себя – παλ. αισθάνομαι.αναγνωρίζω, παραδέχομαι•сознавать в своей вине παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•
сознавать в своём бессилии παραδέχομαι την αδυναμία μου.
-
12 ошибка
το σφάλματο λάθοςпризнавать свою - у ομολογώ/αναγνωρίζω το -коллимационная (геод.) - του δείκτηпараллактическая - см. - на параллакс систематическая - συστηματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибка
-
13 разрешать
1. (позволять, одобрять) επιτρέπω, δίνω άδεια 2. (задачу, проблему и т.п.) λύνω, δίνω λύση, διευθετώ 3. (различать детали или объекты, близко отстоящие в пространстве или времени) ξεχωρίζω, αναγνωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешать
-
14 распознать
1. (узнать по каким-л. признакам) διακρίνω 2. (различить, узнать) αναγνωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распознать
-
15 вина
вин||аж1. τό σφάλμα, τό φταίξιμο, ἡ ὑπαιτιότητα, ἡ ἐνοχή:ставить кому́-л. в \винау́ θεωρώ κάποιον ὑπαίτιο (или ὑπεύθυνο, ἐνοχο) γιά κάτι· сваливать \винау́ на кого́-либо ρίχνω τό σφάλμα σέ κάποιον· отрицать свою \винау ἀρνοῦμαι τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· признавать свой \винау́ ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· это не по моей \винае γι· αὐτό δέν φταίω ἐγώ, δέν εἶναι σφάλμα μου·2. (причина, источник) ἡ αίτία, τό ἀΐτιο[ν], ἡ ἀφορμή. -
16 воздавать
воздаватьнесов, воздать сов ἀπονέμω, ἀποδίδω, ἀποδίνω:\воздавать должное ἀναγνωρίζω· \воздавать почести кому́-л. ἀπονέμω τιμές σέ κάποιον \воздавать кому́-л. по заслу́-гам ἀνταμείβω σύμφωνα μέ τίς ὑπηρεσίες. -
17 каяться
каятьсянесов1. (раскаиваться) μετανοώ, μετανοιώνω, μεταμελοϋμαν2. (сознаваться) ὁμολογώ:\каяться в своих ошибках Ομολογώ, ἀναγνωρίζω τά λάθη μου. -
18 неправота
неправот||аж τό ἀδικο[ν], τό σφάλμα, τό λαθος:сознаться в своей \неправотае́ ἀναγνωρίζω ὀτι ἔχω ἄδικο. -
19 опознавать
опознаватьнесов ἀναγνωρίζω, ἐξακριβώνω τήν ταυτότητα \опознаватьание с ἡ ἐξακρίβωση [-ις] τής ταυτότητος, ἡ ἀναγνώ-ριση [-ις]. -
20 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.
См. также в других словарях:
ἀναγνωρίζω — recognize pres subj act 1st sg ἀναγνωρίζω recognize pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγνωρίζω — αναγνωρίζω, αναγνώρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγνωρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. γνωρίζω πάλι κάποιον ή κάτι που γνώρισα πρωτύτερα: Άλλαξες πολύ, κόντεψε να μη σε αναγνωρίσω. 2. παραδέχομαι κάτι ως αληθινό, έγκυρο: Αναγνωρίζω την υπογραφή μου. 3. δε λησμονώ, δεν αρνούμαι: Αναγνωρίζω το ενδιαφέρον σου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… … Dictionary of Greek
ἀναγνωρίσατε — ἀναγνωρίζω recognize aor imperat act 2nd pl ἀ̱ναγνωρίσατε , ἀναγνωρίζω recognize aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀναγνωρίζω recognize aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωριεῖ — ἀναγνωρίζω recognize fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγνωρίζω recognize fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωριζόμενον — ἀναγνωρίζω recognize pres part mp masc acc sg ἀναγνωρίζω recognize pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωριζόντων — ἀναγνωρίζω recognize pres part act masc/neut gen pl ἀναγνωρίζω recognize pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωρισάντων — ἀναγνωρίζω recognize aor part act masc/neut gen pl ἀναγνωρίζω recognize aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωρίζει — ἀναγνωρίζω recognize pres ind mp 2nd sg ἀναγνωρίζω recognize pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωρίζοντα — ἀναγνωρίζω recognize pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναγνωρίζω recognize pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)