-
1 αμέριμνος
[амэримнос] еж. беспечный, беззаботный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμέριμνος
-
2 беспечный
-
3 беззаботный
беззаботн||ыйприл ξέγνοιαστος, ἀμέριμνος. -
4 беспечный
беспечн||ыйприл ξέ(γ)νοιαστος, δφροντις, ἀμέριμνος. -
5 бесшабашный
бесшабашныйприл1. (беспечный) ἀμέριμνος» ξέ(γ)νοιαστος, ἀπερίσκεπτος;2. (отчаянный) παράτολμος, ριψοκίνδυνος. -
6 благодушный
благоду́ш||ный прил ήρεμος, γαλήνιος, μακάριος/ ἀμέριμνος, ξέ(γ)νοιαστος (беззаботный). -
7 забота
забот||аж1. (беспокойство) ἡ φρον-τίδα [-ϊς], ἡ μέριμνα, ἡ ἐγνοια·2. (попечение) ἡ φροντίδα [-ίς], ἡ περιποίηση [-ις]· ◊ без забот ξέγνοιαστος, ἀμέριμνος· это моя \забота εἶναι δικιά μου δουλειά. -
8 беззаботный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно;αμέριμνος, αφρόντιστος, ξένοιαστος, αδιάφορος•-ая жизнь αμέριμνη ζωή.
-
9 беспечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαμέριμνος, ξέγνοιαστος, άφροντης. -
10 бесшабашный
επ.1. αμέριμνος, αφρόντιοτος, άφροντης.2. παράτολμος, ριψοκίνδυνος. -
11 легкокрылый
επ.1. γοργόφτερος, ελαφρόφτερος.2. μτφ. παλ. μεταβλητός, ευμετάβλητος. || αμέριμνος, άφροντης. -
12 невнимательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. απράσεχτος•невнимательный ученик απρόσεχτος μαθητής.
2. πλαδαρός, απλανής, (απο)|χαυνωμένος• αμέριμνος•-ые глаза αποχαυνωμένα μάτια.
|| αδιάφορος, αμελής τσαπατσούλικος•-ая работа απρόσεχτη εργασία.
3. αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος•-ая хозяйка μη περιποιητική νοικοκυρά•
-ое обращение χλιαρή συμπεριφορά.
-
13 рассеянный
επ. από μτχ.1. σκόρπιος, διασκορπισμένος• διασπαρμένος.2. διάχυτος.3. απρόσεχτος• αφηρεμένος• ξεχασμένος.4. αμέριμνος• ξέγνοιαστος• τεμπέλικος• πλήρης διασκεδάσεων.
См. также в других словарях:
ἀμέριμνος — free from care masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… … Dictionary of Greek
αμέριμνος — η, ο επίρρ. α ξέγνοιαστος: Θυμόταν τα παιδικά του χρόνια, όταν ζούσε αμέριμνος στο χωριό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεριμνότερον — ἀμέριμνος free from care adverbial comp ἀμέριμνος free from care masc acc comp sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνως — ἀμέριμνος free from care adverbial ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέριμνον — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεριμνοτέρης — ἀμέριμνος free from care fem gen comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεριμνότερα — ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνοις — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνου — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνους — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)