-
1 αμεριμνος
-
2 ἀμέριμνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀμέριμνος
-
3 αμέριμνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αμέριμνος
-
4 αμέριμνος
η, ο [ος, ον ] беспечный, беззаботный;με αμέριμνο υφός — с независимым видом
-
5 ἀμέριμνος
беззаботный, не обремененный заботами.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀμέριμνος
-
6 αμέριμνος
[амэримнос] еж. беспечный, беззаботный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμέριμνος
-
7 αμέριμνος
[амэримнос] еж. беспечный, беззаботный. -
8 αστόχαστος
η, ο [ος, ον ]1) необдуманный, опрометчивый; 2) см. αμέριμνος; 3) нерассудительный, неразумный -
9 275
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 275
См. также в других словарях:
ἀμέριμνος — free from care masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… … Dictionary of Greek
αμέριμνος — η, ο επίρρ. α ξέγνοιαστος: Θυμόταν τα παιδικά του χρόνια, όταν ζούσε αμέριμνος στο χωριό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεριμνότερον — ἀμέριμνος free from care adverbial comp ἀμέριμνος free from care masc acc comp sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνως — ἀμέριμνος free from care adverbial ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέριμνον — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεριμνοτέρης — ἀμέριμνος free from care fem gen comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεριμνότερα — ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνοις — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνου — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνους — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)